Με την απόφαση νο 53/2010 η αρχή προστασίας προσωπικών αποφάσισε ότι οι πατέρας έχει δικαίωμα πρόσβασης και λήψης αντιγράφου από το ιατρικό αρχείο του παιδιού.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Ταχ. Δ/νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ 1-3 115 23 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210-6475600 FAX: 210-6475628
|
Αθήνα, 22-07-2010 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4648/22-07-2010
|
Α Π Ο Φ Α Σ Η 53/2010
(Τμήμα)
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τμήματος, στην έδρα της, τη 20/07/2010 και ώρα 10:00, μετά από πρόσκληση του Προέδρου της, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν οι Χρήστος Παληοκώστας, Αναπληρωτής Πρόεδρος, κωλυομένου του Προέδρου της Αρχής Χρίστου Γεραρή, και τα αναπληρωματικά μέλη της Αρχής Πέτρος Τσαντίλας, ως εισηγητής, Γρηγόρης Λαζαράκος και Δημήτριος Λιάππης. Εξάλλου, δεν παρέστησαν λόγω κωλύματος, αν και κλήθηκαν νομίμως εγγράφως, τα τακτικά μέλη της Αρχής Αν. Πράσσος, Λεων. Κοτσαλής, και Αν. – Ιωάν. Μεταξάς, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν αντίστοιχα από τα προαναφερόμενα αναπληρωματικά μέλη της Αρχής. Στη συνεδρίαση παρέστη, με εντολή του Προέδρου, ο Δημήτρης Ζωγραφόπουλος, δικηγόρος (ΔΝ) – νομικός ελεγκτής, ως βοηθός εισηγητή. Επίσης, παρέστη, με εντολή του Προέδρου, και η Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του Διοικητικού – Οικονομικού Τμήματος της Αρχής, ως γραμματέας.
Η Αρχή έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:
Με την υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/1821/19-03-2010 αίτηση (όπως αυτή συμπληρώθηκε με το υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/4176/02-07-2010 έγγραφο και τα συνημμένα στα προαναφερόμενα έγγραφα) του Α, κατοίκου Ζεφυρίου Αττικής, η οποία υποβλήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καλογριδάκη, ζητείται από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα να του επιτρέψει στην πρόσβαση στα ιατρικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των ανήλικων τέκνων του Β και Γ, που τηρούνται στα αρχεία του Κέντρου Ψυχικής Υγείας Περιστερίου Αττικής, το οποίο αποτελεί αποκεντρωμένη μονάδα του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, ως υπευθύνου επεξεργασίας και να του χορηγήσει πλήρη σειρά αντιγράφων όλων των ιατρικών πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, που εξεδόθησαν από το ως άνω Κέντρο Ψυχικής Υγείας κατά την εξέταση των ανήλικων τέκνων του σε αυτό στη διάρκεια των επισκέψεών τους σε αυτό (ή αυτών που μπορούν να εκδοθούν στην παρούσα χρονική στιγμή αποτυπώνοντας ρητά τις σχετικές γνωμοδοτήσεις των ειδικών).
Μετά από εξέταση των προαναφερομένων στοιχείων, αφού την πρόταση του εισηγητή και του βοηθού εισηγητή, και κατόπιν διεξοδικής συζήτησης,
Η Αρχή, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
1) Τις διατάξεις του Συντάγματος, και ιδίως εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9Α, 20, 25, 26, και 28,
2) Τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 για την Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη εκείνες της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, καθώς και τις διατάξεις της Οδηγίας αυτής,
3) Τις διατάξεις του Ν. 3418/2005 για τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας,
4) Τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, και, ιδίως, εκείνες των άρθρων 1438επ., 1461 επ. και 1505επ.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, το άρθρο 2 του Ν. 2472/1997 ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων. β) Ευαίσθητα δεδομένα, τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων. γ) Υποκείμενο των δεδομένων, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός η περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική. (…) θ) Τρίτος, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. (…)».
2. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, εναρμονιζόμενη, ιδίως, με τις διατάξεις των άρθρων 9Α, 25 παρ. 1 και 28 του Συν/τος, 8 και 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 6 της Οδηγίας 95/46/ΕΕ, ρητά ορίζει ότι: «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας. (…)». Καθιερώνονται, λοιπόν, ως θεμελιώδεις προϋποθέσεις για τη νομιμότητα κάθε επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και για τη νομιμότητα της σύστασης και λειτουργίας κάθε αρχείου, οι αρχές του σκοπού της επεξεργασίας και της αναλογικότητας των δεδομένων σε σχέση πάντα με το σκοπό επεξεργασίας. Συνεπώς, κάθε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, που γίνεται πέραν του επιδιωκόμενου σκοπού ή η οποία δεν είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξή του, δεν είναι νόμιμη.
3. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 και 7 του Ν. 2472/1997 προκύπτει ότι η συλλογή και κάθε περαιτέρω επεξεργασία απλών και ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται, καταρχήν, εφόσον το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. Ωστόσο, η συλλογή και κάθε περαιτέρω επεξεργασία τόσο των απλών όσο και των ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου τους, στις περιπτώσεις που περιοριστικά προβλέπει ο νόμος. Ειδικότερα, επιτρέπεται για τα μεν απλά δεδομένα, ιδίως, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. (ε΄) και για τα ευαίσθητα δεδομένα, ιδίως, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 παρ. 2 στοιχ. (γ΄) του Ν. 2472/1997. Όπως παγίως έχει κρίνει η Αρχή, οι όροι και προϋποθέσεις της νομιμότητας επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 2 στοιχ. (γ΄) του Ν. 2472/1997, εφαρμόζονται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (Βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της Αρχής 27/2001, 75/2001, 83/2001, 8/2003, 61/2003, 8/2005, 9/2005, 75/2005, 25/2006, 38/2006, 1/2009, 2/2009, 10/2009, 37/2009, 2/2010, 3/2010, 21/2010, 22/2010 και 37/2010).
4. Επειδή, επιπλέον, το άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 2472/1997 ρητά ορίζει ότι «εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς».
5. Επειδή, το άρθρο 14 του Ν. 3418/2005 σχετικά με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Ο ιατρός υποχρεούται να τηρεί ιατρικό αρχείο, σε ηλεκτρονική ή μη μορφή, το οποίο περιέχει δεδομένα που συνδέονται αρρήκτως ή αιτιωδώς με την ασθένεια ή την υγεία των ασθενών του. Για την τήρηση του αρχείου αυτού και την επεξεργασία των δεδομένων του εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α’). 2. Τα ιατρικά αρχεία πρέπει να περιέχουν το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο, το φύλο, την ηλικία, το επάγγελμα, τη διεύθυνση του ασθενή, τις ημερομηνίες της επίσκεψης, καθώς και κάθε άλλο ουσιώδες στοιχείο που συνδέεται με την παροχή φροντίδας στον ασθενή, όπως, ενδεικτικά και ανάλογα με την ειδικότητα, τα ενοχλήματα της υγείας του και το λόγο της επίσκεψης, την πρωτογενή και δευτερογενή διάγνωση ή την αγωγή που ακολουθήθηκε. 3. Οι κλινικές και τα νοσοκομεία τηρούν στα ιατρικά τους αρχεία και τα αποτελέσματα όλων των κλινικών και παρακλινικών εξετάσεων. 4. Η υποχρέωση διατήρησης των ιατρικών αρχείων ισχύει: α) στα ιδιωτικά ιατρεία και τις λοιπές μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας του ιδιωτικού τομέα, για μία δεκαετία από την τελευταία επίσκεψη του ασθενή και β) σε κάθε άλλη περίπτωση, για μία εικοσαετία από την τελευταία επίσκεψη του ασθενή. (…) 6. Ο ιατρός τηρεί τα επαγγελματικά του βιβλία με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται το ιατρικό απόρρητο και η προστασία των προσωπικών δεδομένων. 7. Στα ιατρικά αρχεία δεν πρέπει να αναγράφονται κρίσεις ή σχολιασμοί για τους ασθενείς, παρά μόνον εάν αφορούν στην ασθένεια τους. 8. Ο ασθενής έχει δικαίωμα πρόσβασης στα ιατρικά αρχεία, καθώς και λήψης αντιγράφων του φακέλου του. Το δικαίωμα αυτό, μετά το θάνατο του, ασκούν οι κληρονόμοι του, εφόσον είναι συγγενείς μέχρι τετάρτου βαθμού. 9. Δεν επιτρέπεται σε τρίτο η πρόσβαση στα ιατρικά αρχεία ασθενή. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η πρόσβαση: α) στις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους αυτεπάγγελτα ή μετά από αίτηση τρίτου που επικαλείται έννομο συμφέρον και σύμφωνα με τις νόμιμες διαδικασίες, β) σε άλλα όργανα της Ελληνικής Πολιτείας, που με βάση τις καταστατικές τους διατάξεις έχουν τέτοιο δικαίωμα και αρμοδιότητα. 10. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα πρόσβασης, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, στα εθνικά ή διεθνή αρχεία στα οποία έχουν εισέλθει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν».
6. Επειδή, το άρθρο το άρθρο 1510 ΑΚ ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του». Εξάλλου, το άρθρο 1513 ΑΚ ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, η άσκηση της γονικής μέριμνας ρυθμίζεται από το δικαστήριο. Η άσκηση της γονικής μέριμνας μπορεί να ανατεθεί στον έναν από τους γονείς ή, αν αυτοί συμφωνούν ορίζοντας συγχρόνως τον τόπο διαμονής του τέκνου, στους δύο από κοινού. Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά, ιδίως να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων ή να την αναθέσει σε τρίτον».
7. Επειδή, στην υπό κρίση υπόθεση, ο Α, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ιωάννη Καλογριδάκη, ζητεί από την Αρχή να του επιτρέψει στην πρόσβαση στα ιατρικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των ανήλικων τέκνων του Β και Γ, που τηρούνται στα αρχεία του Κέντρου Ψυχικής Υγείας Περιστερίου Αττικής, το οποίο αποτελεί αποκεντρωμένη μονάδα του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, ως υπευθύνου επεξεργασίας και να του χορηγήσει πλήρη σειρά αντιγράφων όλων των ιατρικών πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, που εξεδόθησαν από το ως άνω Κέντρο Ψυχικής Υγείας κατά την εξέταση των ανήλικων τέκνων του σε αυτό στη διάρκεια των επισκέψεών τους σε αυτό (ή αυτών που μπορούν να εκδοθούν στην παρούσα χρονική στιγμή αποτυπώνοντας ρητά τις σχετικές γνωμοδοτήσεις των ειδικών).
8. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της υπό κρίση υπόθεσης προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Με την υπ’ αρ. 3699/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών λύθηκε συναινετικά ο γάμος του Α με τη Δ, ο οποίος είχε συναφθεί την 15/11/1997. Από το γάμο τους αυτό, και συγκεκριμένα την 24/10/2001, οι προαναφερόμενοι απέκτησαν τα τέκνα τους Β και Γ, τα οποία είναι ανήλικα. Ήδη από την αρχή της χωριστής συμβίωσης του ζεύγους, το ζήτημα της επικοινωνίας του Α με τα ως άνω ανήλικα τέκνα του υπήρξε αντικείμενο αντιπαραθέσεων με την εν διαστάσει σύζυγό του. Ειδικότερα, τη 17/04/2006 διεκόπη η έγγαμη συμβίωσή τους, δίχως την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τα ζητήματα της επιμέλειας των προσώπων των τέκνων τους και της ρύθμισης του δικαιώματος της επικοινωνίας του Α με αυτά, η οποία και να δύναται να περιληφθεί στο από 17/04/2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνέταξαν. Στη συνέχεια, κατατέθηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, αφενός από τη Δ (με αρ. κατάθεσης 5245/18-04-2006) αναφορικά με το ζήτημα της προσωρινής ρύθμισης της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους, και, αφετέρου, από τον Α (με αρ. κατάθεσης 5246/18-04-2006) για την προσωρινή ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του με τα ως άνω τέκνα τους. Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω αιτήσεων, οι προαναφερόμενοι κατέληξαν σε συμφωνία για τα εν λόγω ζητήματα και ρυθμίστηκαν ο χρόνος και ο τρόπος επικοινωνίας των ανηλίκων με τον Α, όπως προκύπτει και από την υπ’ αριθμ. 5995/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ωστόσο, την 11/09/2007, η Δ, επικαλούμενη μεταβολή των περιστατικών εξαιτίας της έναρξης της σχολικής ζωής των ανηλίκων τέκνων τους, ζήτησε τη μεταρρύθμιση της ανωτέρω απόφασης, η οποία και πραγματοποιήθηκε με την υπ’ αρ. 9432/2007 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία μειώθηκε κατά μία ημέρα η επικοινωνία του Α με τα τέκνα τους. Περαιτέρω, και ενόψει της συναινετικής λύσης του γάμου τους, οι προαναφερόμενοι συνέταξαν και κατέθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου το από 12/02/2008 ιδιωτικό συμφωνητικό για τη ρύθμιση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους από τη μητέρα τους και του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα τους με αυτά. Στη συνέχεια, εξαιτίας της – κατά τους ισχυρισμούς του Α – συστηματικής παρεμπόδισης από την πρώην σύζυγό του της επικοινωνίας του ιδίου με τα τέκνα τους, εκείνος κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 29/04/2009 αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων αναφορικά με τη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του με τα ως άνω ανήλικα τέκνα τους, η οποία και έγινε δεκτή με την υπ’ αρ. 8349/2009 απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου. Συνεπώς, την επιμέλεια επί των προσώπων των ως άνω ανηλίκων ασκεί η μητέρα τους, ενώ το ζήτημα της επικοινωνίας του πατέρα τους με τα ως άνω ανήλικα ρυθμίζεται προς το παρόν από τα διαλαμβανόμενα στην υπ’ αρ. 8349/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), κατά τρόπο προσωρινό, ενώ εκκρεμεί η συζήτηση, τη 27/09/2010, και η έκδοση απόφασης επί της αγωγής, που ο Α έχει καταθέσει ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου για την οριστική διευθέτηση του ζητήματος.
Το μήνα Ιούνιο του έτους 2009 η Δ ζήτησε τη συνδρομή παιδοψυχολόγων – παιδοψυχιάτρων, ειδικών του Κέντρου Ψυχικής Υγείας Περιστερίου Αττικής, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις των ως άνω ανήλικων τέκνων αναφορικά με τον επερχόμενο τότε γάμο της με το νέο σύζυγο της και να επιτύχει την αποδοχή του ως «πατέρα» αυτών. Έκτοτε τα εν λόγω ανήλικα τέκνα προσήλθαν στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας Περιστερίου περισσότερες από μία φορές, άλλοτε συνοδευόμενα και από το φυσικό τους πατέρα, άλλοτε συνοδευόμενα μόνο από τη μητέρα τους – κατά τους ισχυρισμούς του Α – και εξετάστηκαν από τους αρμόδιους ιατρούς ψυχολόγους – ψυχιάτρους. Με βάση τα συμπεράσματα, που απεκόμισαν οι θεράποντες ιατροί, κρίθηκε σκόπιμη η παρακολούθηση των ως άνω ανηλίκων κατά τακτά χρονικά διαστήματα παρουσία και των δύο γονέων τους, δηλαδή η πραγματοποίηση κοινών συναντήσεων των τέκνων με τον Α και τη μητέρα τους, για το σκοπό της αποφυγής της αποξένωσης των παιδιών από το φυσικό τους πατέρα. Όπως προκύπτει και από την προαναφερόμενη υπ’ αρ. 8349/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι προτεινόμενες από τους ειδικούς του ως άνω Κέντρου κοινές συναντήσεις αμφοτέρων των γονέων με τα ανήλικα τέκνα τους θα συνέβαλαν στην αποκατάσταση των σχέσεων του φυσικού τους πατέρα με αυτά. Οι συναντήσεις αυτές, κατά τη γνώμη των παιδοψυχολόγων, στοχεύουν στην αποκατάσταση στη λογική των ανηλίκων της πραγματικής κατάστασης και της ύπαρξης του φυσικού τους πατέρα σε αντιδιαστολή προς το νέο σύζυγο της μητέρας τους.
Ο Α, εν όψει και της προαναφερόμενης αγωγής, που έχει ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπέβαλε στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας Περιστερίου την υπ’ αρ. πρωτ. 204/29-01-2010 αίτηση πρόσβασης στους ιατρικούς φακέλους των ανήλικων τέκνων του, που τηρούνται στα αρχεία του εν λόγω Κέντρου. Ωστόσο, χωρίς να έχει λάβει έως σήμερα έγγραφη απάντηση στην ως άνω αίτησή του, ενημερώθηκε προφορικά, κατά τρόπο ανεπίσημο, πως οι αρμόδιες υπηρεσίες του Κέντρου δεν προτίθενται να του επιτρέψουν την πρόσβαση στα ως άνω ζητηθέντα στοιχεία.
Εξάλλου, την 19/08/2010 πρόκειται να συζητηθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), η από 29/03/2010 αίτηση του Α (με γεν. αρ. κατάθ. 58823/2010 και αριθμ. κατάθ. δικογρ. 4709/2010) για τη διενέργεια συντηρητικής ψυχολογικής – ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης κατά τη διαδικασία της συντηρητικής απόδειξης, προκειμένου να αποτυπωθεί η κατάσταση της ψυχικής υγείας αμφοτέρων των τέκνων του και να διαπιστωθεί εάν αυτά έχουν υποστεί κάποιου είδους επηρεασμό ή ψυχολογικές πιέσεις. Ο Α ζητά την πρόσβαση στους ιατρικούς φακέλους των ανήλικων τέκνων του, που τηρούνται στα αρχεία του ως άνω Κέντρου, για την υποστήριξη της προαναφερόμενης αίτησής του καθώς, επίσης, και για την υποστήριξη της από 29/03/2010 αγωγής του (με γεν. αριθμ. κατάθ. 59526/2010 και αριθ. κατάθ. δικογρ. 780/2010) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητεί την αφαίρεση από την πρώην σύζυγό του της άσκησης τόσο της επιμέλειας όσο και της άσκησης του συνόλου της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων τους και την ανάθεση τους αποκλειστικά και μόνο στον ίδιο και η οποία πρόκειται να συζητηθεί ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου την 31/01/2011.
9. Επειδή, στα ως άνω ζητηθέντα από τον Α στοιχεία που συγκροτούν τους ιατρικούς φακέλους παρακολούθησης των ανήλικων τέκνων του, οι οποίοι τηρούνται στα αρχεία του Κέντρου Ψυχικής Υγείας Περιστερίου, το οποίο αποτελεί αποκεντρωμένη μονάδα του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, ως υπευθύνου επεξεργασίας, περιλαμβάνονται τόσο απλά όσο και ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένου τους, δηλαδή των ανήλικων τέκνων του. Στα δεδομένα αυτά ο Α έχει δικαίωμα πρόσβασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 2472/1997. Και τούτο, διότι σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 1510 και 1513 ΑΚ, ο Α ασκεί, προς το παρόν, από κοινού με την πρώην σύζυγό του Δ τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους, και έχει, συνεπώς, δικαίωμα πρόσβασης στα ιατρικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αυτών, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510 και 1513 ΑΚ, 14 παρ. 8 εδ. (α΄) του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και 12 του Ν. 2472/1997, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω η συνδρομή στο πρόσωπό του συγκεκριμένου εννόμου συμφέροντος. Ο Α, ως ασκών από κοινού με την πρώην σύζυγό του Δ τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους, ταυτίζεται με τα υποκείμενα των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Συνεπώς, το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Περιστερίου, που αποτελεί αποκεντρωμένη μονάδα του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, ως υπευθύνου επεξεργασίας, υποχρεούται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 2472/1997, να ικανοποιήσει το δικαίωμα πρόσβασης του Α στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των ανήλικων τέκνων του, που τηρούνται στα αρχεία του (Βλ. σχετικά, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της Αρχής 24/2009, 21/2010 και 22/2010).
10. Επειδή, περαιτέρω, στα ως άνω ζητηθέντα από τον Α στοιχεία που συγκροτούν τους ιατρικούς φακέλους παρακολούθησης των ανήλικων τέκνων του, οι οποίοι τηρούνται στα αρχεία του Κέντρου Ψυχικής Υγείας Περιστερίου ενδέχεται να περιλαμβάνονται απλά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και τρίτων σε σχέση με τον Α προσώπων, και, ιδίως, δεδομένα της πρώην συζύγου του Δ. Στην περίπτωση αυτή, ο Α, ως αιτών τρίτος, έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. (ε΄) του Ν. 2472/1997, για τη διαβίβαση από το ως άνω Κέντρο, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, στον ίδιο των επίμαχων απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που αφορούν ως υποκείμενο την πρώην σύζυγό του Δ ή άλλο τρίτο πρόσωπο, για το σκοπό της αναγνώρισης, άσκησης και υπεράσπισης των νομίμων δικαιωμάτων του ιδίου καθώς, επίσης, των ανήλικων τέκνων του ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων και διοικητικών αρχών. Η διαβίβαση των δεδομένων αυτών, από το ως άνω Κέντρο, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, στον Α πληροί τις προαναφερόμενες θεμελιώδεις προϋποθέσεις, που θέτουν για τη νομιμότητα κάθε επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οι διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2472//1997, εν όψει και του προβαλλόμενου από τον Α σκοπού επεξεργασίας. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2472/1997, για τη νομιμότητα της διαβίβασης των προαναφερομένων απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της Δ στον τρίτο αιτούντα Α, απαιτείται η προηγούμενη ενημέρωση της ιδίας από το ως άνω Κέντρο, ως υπεύθυνο επεξεργασίας. Ομοίως απαιτείται, η προηγούμενη ενημέρωση από το ως άνω Κέντρο, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, κάθε άλλου τρίτου σε σχέση με τον Α προσώπου, δεδομένα του οποίου ενδεχομένως τηρούνται στους εν λόγω ιατρικούς φακέλους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Η Αρχή, αποφαίνεται ότι:
1) Ο Α, ως πατέρας των ανήλικων Β και Γ, έχει δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα τους προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία τηρούνται στα αρχεία του Κέντρου Ψυχικής Υγείας Περιστερίου, που αποτελεί αποκεντρωμένη μονάδα του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, ως υπευθύνου επεξεργασίας. Συνεπώς, το εν λόγω Κέντρο, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, υποχρεούται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 2472/1997, να ικανοποιήσει το δικαίωμα πρόσβασης του Α στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των ανήλικων τέκνων του, που τηρούνται στα αρχεία του.
2) Ο Α, ως αιτών τρίτος, έχει έννομο συμφέρον για τη διαβίβαση από το ως άνω Κέντρο, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, στον ίδιο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων σε σχέση με τον Α προσώπων, που ενδεχομένως περιλαμβάνονται στους ιατρικούς φακέλους παρακολούθησης των ανήλικων τέκνων του, και, ιδίως, εκείνα της πρώην συζύγου του Δ.
3) Το Κέντρου Ψυχικής Υγείας Περιστερίου, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, υποχρεούται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2472/1997, να ενημερώσει κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο σε σχέση με τον Α πρόσωπο, δεδομένα του οποίου ενδεχομένως τηρούνται στους παρακολούθησης των ανήλικων τέκνων του, πριν από τη διαβίβαση των δεδομένων αυτών στον τρίτο αιτούντα Α.
Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος
Χρήστος Παληοκώστας
|
Η Γραμματέας
Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου
|