Είναι θλιβερό το θέαμα που παρουσιάζει σήμερα η ελληνική κριτική, ή μάλλον αυτό το πράμα που ονομάζουμε συνήθως στην Ελλάδα κριτική και που μοιάζει με την αληθινή κριτική όσο ο βαυαρικός στρατώνας της πλατείας Συντάγματος μοιάζει με τον Παρθενώνα. Οι άνθρωποι που διευθύνουν τη συζήτηση των ιδεών πασχίζουν να χωρέσουν το σύμπαν σ’ ένα σχήμα, να λύσουν οριστικά όλα τα προβλήματα με μια απλοϊκή φόρμουλα, για να σταματήσουν την έρευνα τους και να πάψουν να βασανίζουν τη σκέψη τους. Την έλλειψη αληθινής πνευματικής ανάπτυξης φανερώνει καλά κι η έλλειψη ανοχής και ψυχραιμίας που χαρακτηρίζει σχεδόν πάντα τις ελληνικές συζητήσεις. Όταν εκδηλωθεί μια διαφωνία η πρώτη δουλειά των ελλήνων διανοούμενων είναι να αρνηθούν ολότελα τη σημασία του αντιπάλου. Πώς μπορεί να είναι σοβαρό υποκείμενο αφού τολμά να λέει όχι όταν εμείς λέμε ναι; Να πάει πρώτα να μάθει γράμματα κι ύστερα να έρθει να συζητήσει μαζί μας. Αυτό δεν είναι όλο. Τον αρνούνται και ως άτομο. Είναι φαύλος και κακόπιστος. Είναι κουτός. Είναι παλαβός. Είναι αίσχος για την Ελλάδα να υπάρχει τέτοιος άνθρωπος. Είναι δημόσιος κίνδυνος. Πρέπει να εκλείψει οπωσδήποτε, να εξολοθρευτεί, να καταργηθεί, να μη μείνει κανένα ίχνος του στο πρόσωπο της Γης. Δεν κατορθώνουν να πιστέψουν οι Έλληνες διανοούμενοι ότι ένας άνθρωπος που σκέπτεται διαφορετικά απ’ αυτούς μπορεί να είναι πολύ άξιος, πολύ έντιμος και πολύ χρήσιμος άνθρωπος. Άξιοι, έντιμοι, χρήσιμοι είναι μονάχα αυτοί που συμφωνούν μαζί μας. Οι άλλοι όλοι: φωτιά και τσεκούρι!
Γ. Θεοτοκάς, «Ελεύθερο Πνεύμα», 1929