Του Λάμπρου Κερεντζή
20 Νοεμβρίου 2017
Για να δείτε το πρωτότυπο πιέσατε ΕΔΩ
Στην μικρή μας χώρα τελευταία ξανάνοιξε η συζήτηση πάνω στην συν-επιμέλεια του παιδιού μετά τον χωρισμό των γονέων. Όπως συμβαίνει και μ’ άλλα θέματα έτσι και αυτό, «σέρνεται» από δεκαετία σε δεκαετία χωρίς να γίνεται νόμος και να ξεκαθαρίζει το τοπίο.
Ήδη «Ο κ. Κοντόνης τόνισε ότι δεν πρέπει να συγχέεται η γονική μέριμνα με τη συνεπιμέλεια. Εξήρε, επίσης, την αξία της σταθερότητας για την ψυχική υγεία του παιδιού, που θα διαταραχθεί από την εναλλασσόμενη κατοικία και υπονόησε ότι η συνεπιμέλεια είναι ένα μοντέλο που εφαρμόζεται σε αγγλοσαξονικές χώρες, αλλά δεν θα ταίριαζε στην ελληνική κοινωνία» λέγοντας τα πάρα πάνω ο υπουργός προσπαθεί σε τέσσερεις σειρές να κλείσει μια τεράστια υπόθεση με ανεύθυνο τρόπο.
Στην συζήτηση λοιπόν αυτή έχουμε την εντύπωση ότι δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν η εμπειρία τόσων χρόνων όπου η επιμέλεια του παιδιού δινόταν στο ένα γονέα, στην μητέρα. Λες και δεν μπορούμε να διδαχτούμε από την κοινωνική μας εμπειρία, αλλά προσπαθούμε να θεωρητικοποιήσουμε πάνω σε ιδέες οι οποίες δεν άπτονται της πραγματικότητας, αλλά των στερεοτύπων που επιμένουν να αλυσοδένουν και τυραννούν την καθημερινότητα μας… σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Εάν λαμβάναμε υπ’ όψιν την πραγματικότητα των χωρισμένων νοικοκυριών θα αντιλαμβανόμασταν ότι τόσο σε νομικό όσο σε κοινωνικό και ψυχολογικό επίπεδο η κατάσταση είναι τραγική. Η αντιπαλότητα των χωρισμένων γονέων όχι μόνο ενισχύεται από νόμο ο οποίος πριμοδοτεί τον ένα γονέα (μητέρα) ενάντια στον άλλον (πατέρα) εφ’ όσον εκ προοιμίου τον θεωρεί υποδεέστερο σαν παρουσία, αλλά τροφοδοτεί ένα σύστημα το οποίο καταστεί το παιδί υποχείριό του, μειώνοντας την σημασία του, μειώνοντας επίσης και την σημασία της παρουσίας των γονιών του δίπλα του.
Παραδείγματος χάριν όταν ο ένας γονέας (πατέρας) στον οποίο δεν έχει παραχωρηθεί η επιμέλεια καλείται να πληρώνει (διατροφή) στον άλλο γονέα (μητέρα) είναι υποχρεωμένος να αποδεχτεί να πληρώνει ακόμα και όταν αισθάνεται ότι δεν μεγαλώνει το παιδί του ο ίδιος και να αποδεχτεί επίσης, να το μεγαλώνει κάποιος «άλλος» με τον οποίο δεν διατηρεί καλή σχέση. Σε αυτό το σημείο ο ίδιος ο νόμος υποτιμά την αξία της σχέσης πατέρα-παιδιού μεταφράζοντας την ύπαρξή της σε χρήμα.
Βέβαια υπάρχουν πατεράδες που συμμορφώνονται με αυτή την απόφαση, καθώς και αυτοί που δεν συμμορφώνονται. Και οι δύο αυτές κατηγορίες παρουσιάζουν σαν δικαιολογία της δυσαρέσκειά τους από αυτό, ότι δεν μπορούν να διαχειριστούν οι ίδιοι τα χρήματα που προσφέρουν και υποψιάζονται συνεχώς ότι μπορεί να τα χρησιμοποιεί η πρώην σύζυγος τους για προσωπικές της ανάγκες. Αυτή η σκέψη είναι πολύ εύκολο να προκληθεί μέσα από την έλλειψη εμπιστοσύνη και αντιπαλότητας που παράγεται από το σύστημα της μονογονεϊκής επιμέλειας.
Κάτω από αυτό το πρίσμα το σύστημα της μονογονεϊκής επιμέλειας επιτρέπει στους πατέρες να μην διατηρούν την συνέπεια που πρέπει σχετικά με τη διατροφή των παιδιών, αποκτώντας και αυτοί με την σειρά τους τη δυνατότητα να εγκαταστήσουν έναν οικονομικό εκβιασμό και μια μορφή πίεσης προς τις μητέρες που έχουν την επιμέλεια. Με αυτό τον τρόπο ο πόλεμος μεταξύ των δύο πρώην συντρόφων μπορεί να διαιωνίζεται στο διηνεκές
Επίσης υπάρχουν, στην μικρή μας χώρα, πολλές μητέρες οι οποίες ισχυρίζονται ότι ο πατρικός ρόλος έτσι όπως ασκείται μέσα στην οικογένεια δεν επιφορτίζεται από τις ευθύνες που του αναλογούν σε πρακτικό αλλά και ψυχοκοινωνικό επίπεδο. Μια τέτοια «εικόνα» του πατέρα εκφράζει μια κοινωνική αναπαράσταση η οποία διαπερνά τον αιώνα μας και σαν κοινωνική εικόνα τον περιορίζει και τον καθορίζει, αποδίδοντας στοιχεία τα οποία δεν είναι και τόσο πραγματικά.
Αυτή η κοινωνική αναπαράσταση έρχεται να συμφωνήσει με αυτής του «Άνδρα», αυτού του αρσενικού που ο ρόλος του στην Ελληνική πραγματικότητα είναι εκτός σπιτιού. Παρουσιάζεται σαν «εξωτερικός» συνεργάτης, αποκομμένος από την ουσιαστική λειτουργία της οικογένειας και είναι απόμακρος από τα παιδιά του.
Έχουμε όμως την εντύπωση όπως είπαμε, ότι αυτή η κοινωνική αναπαράσταση του πατέρα δεν είναι ανταποκρίνεται στην σημερινή πραγματικότητα. Αφήνει πολλές πλευρές του πατρικού ρόλου έτσι όπως έχουν εξελιχθεί, ανεκμετάλλευτες. Στηρίζεται σε μια συντηρητική ιδεολογικά διαφοροποίηση του από το τι ορίζεται σαν γυναικεία – μητρική, και τι ανδρική- πατρική συμπεριφορά.
Θεωρώ π.χ. ότι σε πρακτικό επίπεδο ότι οποιαδήποτε λειτουργία έχει η μητέρα απέναντι στο παιδί της, εκτός από το θηλασμό μπορεί να την φέρει εις πέρας ο πατέρας και μάλιστα με τον δικό του τρόπο. Απλά, αυτά τα χαρακτηριστικά του ρόλου του που τον φέρνουν πιο κοντά στο παιδί δεν τονίζονται ούτε προβάλλονται, αλλά αντίθετα θεωρούνται «γυναικεία».
Η εγκατάλειψη μια τέτοιας «εικόνας» του πατέρα και του λειτουργικού του ρόλου θα τον βοηθήσει να αποδείξει την σημαντικότητα του ρόλου του, όχι μόνο στο ψυχολογικό τομέα αλλά και στο πρακτικό, το καθημερινό μέσα από το οποίο κατασκευάζεται και θεμελιώνεται η σχέση με τα παιδιά του. Αντίθετα η επικράτηση των παραπάνω κοινωνικών αναπαραστάσεων του ρόλο του, τον οδηγούν σε μια ουσιαστική απώλεια και τον υποβιβασμό του καθώς μεγαλώνουν και την απόσταση από τα παιδιά του. Δυστυχώς όμως είμαστε αναγκασμένοι να επαναλάβουμε αυτό που αναφέραμε παραπάνω ότι, όταν το νομικό σύστημα που πριμοδοτεί τον μητρικό ρόλο συγχρόνως υποβιβάζει τον πατρικό!! Και αυτό συμβαίνει και σε κοινωνικό επίπεδο.
Έτσι η πατρική σχέση ενώ θα μπορούσε να ήταν «ανεξάρτητη» στην ουσία καθορίζεται συντριπτικά από την μητέρα και την καλή της θέληση. Ο Πατρικός ρόλος διατηρείται μέσω της διαμεσολάβησης της, κάτι που παρατηρείται ακόμα και σε ζευγάρια που δεν έχουν χωρίσει. Η εικόνα του πατέρα κατασκευάζεται από την μητέρα αφαιρώντας από αυτόν την δυνατότητα να προβάλλει πιο αυθόρμητα την παρουσία του και τον τρόπο που θέλει να διαχειριστεί την σχέση με το παιδί του.
Πολλοί πατεράδες ακόμα και πριν το χωρισμό βρίσκονται μπροστά στο φάσμα της απειλής του και του φόβου ότι θα «χάσουν» τα παιδιά τους αν δεν συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις της μητέρας. Πολλοί έχουν συμβιβαστεί και ζουν αιχμάλωτοι μια πραγματικότητας η οποία όμως δεν αιχμαλωτίζει μόνο αυτούς, αλλά στην ουσία τα παιδιά τους.
Βέβαια η μητέρα φαίνεται ότι δεν γνωρίζει ότι οποιαδήποτε στάση κρατήσει προς τον πατέρα έχει να κάνει με την μελλοντική ψυχική υγεία του παιδιού της. Δεν γνωρίζει ότι η αντιπαλότητα και ο υποβιβασμός του πατέρα καθώς και ο αποκλεισμός του θεωρούνται αποκλεισμός και περιορισμός του ίδιου του παιδιού και των δυνατοτήτων που παρουσιάζονται για την ανάπτυξή του.
Με λίγα λόγια η μητέρα δεν αντιλαμβάνεται ότι οποιαδήποτε πράξη που στρέφεται ενάντια στον πατέρα στην ουσία στρέφεται ενάντια στο παιδί της. Η αναίρεση της ισχύος του πατέρα είναι για το παιδί ένα τραυματικό γεγονός στο οποίο συμβάλλει και η μητέρα. Γι αυτό θεωρώ ότι η στάση της μπορεί να είναι εξ’ ίσου τραυματική την ώρα που ισχυρίζεται ότι το κάνει για να προφυλάξει το παιδί της.
Έτσι η μητέρα έχοντας το δικαίωμα που της παραχωρεί ο νόμος μπορεί να περιορίσει τον ρόλο του πατέρα και να στερήσει το παιδί της από αυτόν. Μπορεί να του αφαιρέσει την δυνατότητα διαπραγμάτευσης και παιδαγωγικής παρουσίας που καταλήγει στην μείωση όπως αναφέραμε της σημαντικότητας του, για το παιδί. Με αυτό τον τρόπο στην σχέση πατέρα-παιδιού ο γονέας στερείται το παιδί του και το παιδί τον γονέα. Αυτό αναφέρεται στην διεθνή βιβλιογραφία, δηλαδή ότι η συχνότητα που ο πατέρας «βλέπει» το παιδί του, μετά το χωρισμό, μειώνεται αισθητά έτσι ώστε έχει παρατηρηθεί μια αποξένωση της σχέσης τους σε βαθμό που οι κοινωνικοί επιστήμονες να μιλάνε για το σύνδρομο της «γονεϊκής αποξένωσης»
Σύμφωνα με αυτό, ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια εμποδίζει στον άλλον γονέα την πρόσβαση στο παιδί, με άρνηση επικοινωνίας, δυσφορία και εκδηλώσεις εχθρότητας και μίσους στο πρόσωπό του και το περιβάλλοντός του. Δηλαδή η σχέση τους, η οποία είναι σημαντική και για τους δύο, μετατρέπεται σε μια διαδικασία όπου το συναίσθημα δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν και μοιάζει – θα τολμήσω να πω – σαν ένα σώμα που έχει χάσει το αίμα του, σαν ένα πτώμα. Για τον απλούστατο λόγο ότι το συναίσθημα καθορίζει την μορφή της σχέσης. Από την στιγμή που αυτό είναι καταπιεσμένο τότε και η σχέση είναι καταπιεσμένη, η οποία με την σειρά της γίνεται καταπιεστική και λειτουργεί καταστροφικά τόσο για την σχέση γονέα-παιδιού όσο και για τα μέλη της ξεχωριστά.
Η μονογονεϊκή λοιπόν επιμέλεια φαίνεται ότι αδικεί τον ένα γονέα, αυτόν που δεν έχει την επιμέλεια, συνήθως τον πατέρα, αλλά στην ουσία αδικεί και τον άλλον, αυτό που την έχει αναγκάζοντας τον να ασκήσει καθήκοντα τα οποία δεν υπάρχουν στον ρόλο του, πράγμα που αλλοτριώνει την σχέση με το παιδί του.
Έτσι ενώ η μητέρα απομακρύνει τον ένα γονέα (πατέρα) από το παιδί, και οδηγεί σε μια αποξένωση την σχέση τους, συγχρόνως φέρνει τον εαυτό της αφύσικα κοντά του, με τρόπο τέτοιο ώστε η συμβίωση μητέρας-παιδιού να πάρει διαστάσεις οι οποίες δεν βοηθάνε πρακτικά, αλλά και ψυχικά ούτε την μητέρα, ούτε το παιδί. Δηλαδή μπορεί να πάρει την μορφή, αυτού που ονομάζουμε «ενδογαμική σχέση» η οποία μοιάζει η μητέρα και το παιδί να λειτουργούν σαν σύζυγοι. Με αυτό τον τρόπο επικυρώνεται η ανισότητα στην σχέση των γονέων μέσα από την παρουσία του παιδιού.
Επίσης η μητέρα έχοντας επωμιστεί την υπευθυνότητα του παιδιού, πολλές φορές η σχέσης τους μπορεί να πάρει μια μορφή συγχώνευσης όπου η ισχύς της να ξεπεράσει το επιτρεπόμενο, θα λέγαμε όριο και να έχει σαν αποτέλεσμα την άσκηση μια απόλυτης εξουσία στο παιδί. Αυτή η εξέλιξη κάνει τα παιδιά να προσκολλώνται επάνω της εκδηλώνοντας συναισθήματα συμπάθειας και αγάπης σε τέτοιο βαθμό ώστε να εκδηλώνει συνεχώς την ανάγκη της παρουσίας της και να αισθάνεται ανεπαρκές με την απουσία της. Με λίγα λόγια η κατάσταση αυτή δεν του επιτρέπει την ανεξάρτητη και αυτόνομη ανάπτυξή του.
Τώρα όσον αφορά την ίδια την σχέση των γονιών, το σύστημα της μονογονεϊκής επιμέλειας, εκτός των άλλων, δημιουργεί σ’ ένα πρακτικό επίπεδο την έννοια του «νικητή» και του «ηττημένου», ανάμεσα στους γονείς. Δηλαδή επινοεί, εγκαθιδρύει και υποστηρίζει την αντιπαλότητα των γονέων με έπαθλο το παιδί. Επιδεινώνει την ήδη διαταραγμένη σχέση των πρώην συζύγων την ανταγωνιστικότητα, όπου η αλληλεγγύη, η συνεργατικότητα, η συμμαχία για το καλό του παιδιού εκλείπει. Σε αυτή την πραγματικότητα πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει νικητής. Έχουμε να κάνουμε μόνο με ηττημένους στους οποίου συγκαταλέγεται κυρίως το παιδί.
Με αυτό τον τρόπο, όπως προανέφερα, το πρώτο και το χειρότερο που κάνει το σύστημα της μονογονεϊκής επιμέλειας είναι ότι επαυξάνει την ήδη ανισότητα στην σχέση των πρώην συζύγων όπου η αντιπαλότητα, η πίκρα και η αίσθηση της αδικίας καταλαμβάνουν με άλλη μορφή θέση και τροφοδοτούν σ’ ένα επίπεδο την αποξένωση και σ‘ ένα άλλο την διεκδίκηση, την εκδίκηση και τέλος… το μίσος σαν συναισθηματικό πεδίο της χωρισμένης οικογένειας.
Το σύστημα αυτό πριμοδοτεί την επιφυλακτικότητας και τη θεσμική πλέον στέρηση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πρώην γονείς, καθιστώντας τους θεσμικούς αντιπάλους. Η αντιπαλότητα σαν πλαίσιο συζήτησης οδηγεί το διάλογο μόνο στην απόφαση για το ποσοστό στέρησης που θα πρέπει να ασκηθεί. Δηλαδή καθορίσει το συναισθηματικό πεδίο της διαζευγμένης οικογένειας με τρόπο αποτρεπτικό από μια φιλική διευθέτηση των διαφορών. Η στέρηση λοιπόν γίνεται το βασικό στοιχείο ενός διαλόγου που έχει σαν βάση του την αντιπαλότητα.
Το σύστημα της μονογονεϊκής επιμέλειας, δεν αποδίδει την σημαντικότητα που αρμόζει στην εκάστοτε γονεϊκή σχέση, είτε αυτή είναι η μητρική, με το να την πριμοδοτεί σαν πιο σημαντική, είτε την πατρική που την θεωρεί σαν υποδεέστερη. Τα οδυνηρά αποτελέσματα της, μια τέτοιας πολιτικής εκφράζονται τόσο για τους πρώην συντρόφους με την μορφή της στέρησης της εμπιστοσύνης, όσο και προς το παιδί με την στέρηση της παρουσία του γονέα. Όσο λοιπόν ο δικαστικός διάλογος διαμορφώνεται με βάση την αντιπαλότητα και όχι την συνεργασία, στην ουσία, αναπαράγει την αντιπαλότητα αναπαράγοντας την στέρηση σε όλα τα μέλη του διαλόγου, δηλαδή της πρώην οικογένειας.
Η θεσμική πλέον στέρηση της εμπιστοσύνης εγκαθίσταται ανάμεσα στους πρώην γονείς στερώντας και αφαιρώντας το συναίσθημα σαν παράγοντα συνεργασίας και καθιστώντας την διαζευγμένη οικογένεια σαν ένα μηχανισμό του οποίου η λειτουργικότητα στοχεύει σε οτιδήποτε άλλο παρά στο παιδί.
Όταν το παιδί αισθάνεται ότι η οικογένειά του διασπάται, ότι η παρουσία των δύο γονέων γίνεται αδύνατη, αισθάνεται και το ίδιο αδύναμο. Αδύναμο και ανασφαλή για το μελών των σχέσεων που το περιβάλλουν, καθώς η μικρότητα του δεν του επιτρέπει να ελέγξει την ζωή του και αυτό μπορεί να βιωθεί σαν μια διαχρονική ανεπάρκεια. Επίσης δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου το παιδί αισθάνεται αρκετές ενοχές για την για την διάλυση της οικογένειάς του. Ότι αισθάνεται την δική του παρουσία σαν πυροδότη της αντιπαλότητας και μπορεί πολύ εύκολα να επωμιστεί το βάρος ενός χωρισμού.
Συνεπώς το σύστημα της μονογονεϊκής επιμέλειας του παιδιού έτσι όπως είναι και λειτουργεί μέχρι σήμερα διατηρεί και επιδεινώνει τις ήδη διαταραγμένες σχέσεις εγκαθιστώντας ανάμεσα στους πρώην συζύγους και μια επιπλέον ανισότητα στην σχέση τους και κυρίως απέναντι στο παιδί τους. Δημιουργεί μια περαιτέρω εχθρότητα από την οποία επωφελούνται οι δικηγόροι και το νομικό σύστημα της χώρας.
Κατά την δική μας γνώμη η αναγκαιότητα της παρουσίας των δύο γονιών στην ανάπτυξη του παιδιού είναι πλέον αναμφισβήτητη. Το παλιό κοινωνικό στερεότυπο που απαιτούσε και πρόβαλε την μητέρα σαν το βασικό παράγοντα ανάπτυξης του παιδιού δεν θεωρείται σήμερα ικανό να αιτιολογήσει αυτή την ανάπτυξη. Η παρουσία και των δύο γονέων συντελούν σε αυτή ασχέτως της μορφής που έχει πάρει η σχέση τους. Την υπευθυνότητα της ανάπτυξης δεν μπορεί να την αναλάβει ό ένας γονέας, ακόμα και όταν ο άλλος δεν είναι παρόν, διότι αυτή υπάρχει ξέχωρα από το ποιος την αναλαμβάνει. Τουλάχιστον το παιδί την μοιράζει και στους δύο…
Τελικά έχουμε την εντύπωση ότι το σύστημα της μονογονεϊκής επιμέλειας δίνει την δυνατότητα για συκοφαντικές διαστρεβλώσεις, για εκβιασμούς διαρκείας, για πολέμους ατελείωτους ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που κάποτε ερωτεύτηκαν. αγαπήθηκαν, παντρεύτηκαν, κάνανε παιδιά.
Έπειτα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η σχέση του πατέρα και της μητέρας είναι κάτι περισσότερο από τον πατέρα ή την μητέρα μόνη τους. Ακόμα και αν η παρουσία του πατέρα δεν είναι σε πρακτικό επίπεδο υπαρκτή, εντούτοις σε ψυχολογικό υφίσταται και λειτουργεί μέσα από την απουσία της. Στην πραγματικότητα, αυτό που το παιδί βιώνει συναισθηματικά μέσα στην οικογένεια του, δεν περιορίζεται μόνο στην σχέση με την μητέρα του, αλλά και με τον πατέρα καθώς, σ ένα δευτερεύοντα χρόνο, με τα άλλα πρόσωπα που το περιβάλλουν.
Η παρουσία του πατέρα, πρέπει να πούμε, γίνεται αντιληπτή ακουστικά από τότε που το παιδί είναι στην κοιλιά της μαμάς του. Από τότε την αισθάνεται και δένεται με αυτή, με τον ίδιο τρόπο που δένεται με την μητέρα. Στην σημερινή πραγματικότητα η επέμβαση του πατέρα στην ανάπτυξή του γίνεται κιόλας από την βρεφική ηλικία και αυτό που εισπράττει είναι η παρουσία του συνυφασμένη με αυτή της μητέρας.
Το παιδί λοιπόν στο χώρο που ζει και μεγαλώνει, δεν μεγαλώνει μόνο με την μητέρα, αλλά η παρουσία του πατέρα είναι εξ’ ίσου σημαντική, όχι μόνο σε σχέση με το αν ασχολείται ή όχι, αλλά απλά με την παρουσία του και την σχέση που δημιουργεί πραγματικά, ή φανταστικά μαζί του.
Το παιδί κατασκευάζει την πραγματικότητα και μέσα σε αυτή την κατασκευή ο πατέρας αποτελεί ένα θεμέλιο με τον ίδιο τρόπο που αποτελεί η μητέρα.
Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το παιδί βλέπει την μητέρα πάντα σε σχέση με τον πατέρα ή τον πατέρα σε σχέση με την μητέρα σαν μια δυάδα η οποία θεωρείται ένα, «μαζί» και αυτό το «μαζί» το κάνει να αισθάνεται ότι ανήκει σε μια ομάδα που είναι η οικογένεια. Η αίσθηση λοιπόν του ανήκειν καθορίζεται από την μορφή σύνδεσης και λειτουργίας της οικογένειας και βοηθάει στην κατασκευή της ταυτότητας του. Κομμάτια λοιπόν της ταυτότητας του είναι οι δύο γονείς όχι απομονωμένοι αλλά «μαζί».
Πρέπει να γνωρίζουμε βέβαια αυτή η έννοια του «μαζί» για το παιδί είναι διαφορετική από αυτή των γονιών. Δηλαδή ξέχωρα αν οι γονείς είναι μαζί ή όχι, ο τρόπος που λειτουργούν μεταξύ τους μπορεί να ενισχύσει ή να μειώσει αυτή την έννοια σαν στοιχείο της ταυτότητας του.
Δηλαδή αν δυο γονείς δεν έχουν χωρίσει αλλά βρίσκονται σε συνεχή αντιπαλότητα μεταξύ τους η έννοια του «μαζί» διαταράσσει το παιδί και δεν λειτουργεί εποικοδομητικά. Αντίθετα οι γονείς οι οποίοι έχουν χωρίσει αλλά διατηρούν μια «πολιτισμένη» σχέση, η έννοια του «μαζί» σαν στοιχείο, όπως είπαμε, της ταυτότητας του παιδιού λειτουργεί και το βοηθά ακόμα και όταν δεν είναι «μαζί».
Κάτω από αυτό το πρίσμα ένα νομοσχέδιο για την συνεπιμέλεια των γονιών, έχω την εντύπωση ότι πρέπει απαραίτητα να βοηθάει ώστε να δυναμώσει αυτό το «μαζί» των γονιών ακόμα και αν είναι χώρια. Τους « αναγκάζει» να αποδεχτούν ο ένας τον άλλον σ’ ένα καινούργιο χωρόχρονο αυτό της ανάγκης του παιδιού τους, κάτι που ίσως δεν το είχαν πετύχει όταν ήταν πραγματικά «μαζί».
Γι τους παραπάνω λόγους η συμβουλευτική διαμεσολάβηση και η ψυχο-εκπαίδευση σε θέματα οικογένειας θα πρέπει να είναι απαραίτητος όρος μέσα στα πλαίσια ενός διαζυγίου και τις συνεπιμέλειας των παιδιών. Χωρίς αυτή…. δυστυχώς θα επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη μην λαμβάνοντας υπ’ όψιν της προόδους της ψυχολογίας, καθώς και της οικογενειακής θεραπείας και των θέσεων τους σαν θεσμικών όρων συνεύρεσης και επίλυσης των διαφορών στην περίπτωση διαζυγίου.
Μάλιστα θα προβάλαμε την πρόταση ενός πατέρα που έχει μια ανάλογη εμπειρία, η οποία συνοψίζεται στην δημιουργία ενός «οικογενειακού δικαστηρίου» με πολλές φάσεις διαμεσολάβησης όπου ο δικαστής θα είναι το τελευταίος που θα έβλεπε το ζευγάρι.
Για να κλείσουμε, ξέχωρα από την νομική πλευρά των καταστάσεων, θεωρούμε ότι η σχέση των γονέων αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο είτε οι γονείς είναι «μαζί»- μαζί, είτε «μαζί»- μόνοι. Ο χωρισμός όπως και η ύπαρξη παιδιών θα πρέπει να τους κάνει να σκεφτούν τον εαυτό τους, αλλά και τον άλλον, όχι μέσα από την αντιπαλότητα, αλλά την συνεργασία.
Η αντιπαλότητα του ενός γονέα απέναντι στον άλλον, μεταφράζεται πάντα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε αντιπαλότητα προς το παιδί τους. Για τον απλούστατο λόγο ότι το παιδί τους είναι “δεμένο” και με τους δύο.ΤΟΥΣ… ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΥΟ. Αυτό λοιπόν θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν και ο νομοθέτης καθώς και η πολιτεία και να πάρουν τις αποφάσεις τους.
Κερεντζής Λάμπρος
Κωνσταντίνος Λαδάκης Συγχαρητήρια για την ολοκληρωμένη και πάνω από όλα παιδοκεντρική προσέγγιση σας στο ζήτημα. Από το 2006 στις ΗΠΑ το Γραφείο για την Κακοποίηση και την Παραμέληση του Παιδιού εντός του Γραφείου των Παιδιών της Διαχείρισης για Παιδιά και Οικογένειες, του Υπουργείου Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών έχει εκδώσει ένα εγχειρίδιο με τίτλο «Η σημασία των Πατέρων στην Υγιή Ανάπτυξη των Παιδιών». Δυστυχώς στην Ελλάδα, οι ιθύνοντες και ο Άρειος Πάγος, αυτά τα εκλαμβάνουν ως θεωρίες και ψιλά γράμματα άνευ ουσιαστικής σημασίας. Στην Ελλάδα τα υπεραπλουστεύουν όλα και σε τέσσερις σειρές όπως πολύ σωστά γράφετε έχουν λύσει το ζήτημα. Σε αυτή τους τη στάση ταιριάζει ένα απόσπασμα από το δοκίμιο του Γεωργίου Θεοτοκά με τίτλο «Ελεύθερο Πνεύμα»: «Ο στοχασμός οδηγεί τους ανθρώπους στη συνείδηση της ατέλειας και της αδυναμίας του πνεύματος τους και στη διανοητική μετριοφροσύνη. Όσο περισσότερο σκέπτεται κανείς, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τις κοσμοθεωρίες και τις απόλυτες αρχές. Οι δογματικοί μικραίνουν τα ζητήματα για να τα χωρέσουν μεσ’ στο δόγμα».