Καλείται το ίδρυμα Μαραγκοπούλου να πάρει θέση για την κοινή επιμέλεια – κοινή ανατροφή.

   

 

      

     Πριν από 2 περίπου μήνες απεβίωσε η Αλίκη Γιωτοπούλου–Μαραγκοπούλου Ομότ. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας και πρώην Πρύτανης (δύο φορές) του Παντείου Πανεπιστημίου (πρώτη γυναίκα Πρύτανης στην Ελλάδα), δικηγόρος στον Άρειο Πάγο και στο Συμβούλιο Επικρατείας. Από το 1974 ήταν Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας (από το 2004 επίτιμος Πρόεδρος). Από το 1978 ήταν Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας και του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΙΜΔΑ). Από το 1989 έως το 1996 διετέλεσε Πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Γυναικών και από το 1997, επίτιμος Πρόεδρος. Διετέλεσε επίσης Πρόεδρος (Επίτροπος) της Εθνικής Επιτροπής της Ελλάδας για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου από το 2000 έως το 2006.

 

     Υπήρξε μία εμβληματική προσωπικότητα του κινήματος για την ισότητα των γυναικών. Στην αναθεώρηση του 2001, με πρωτοβουλία της, το ελληνικό Σύνταγμα εισήγαγε την ουσιαστική (αντί της επίσημης) ισότητα και τα θετικά μέτρα για την κατάκτησή της. Όμως το 2008 συνέβαλε καθοριστικά στη διατήρηση αρνητικών μέτρων που λειτουργούν εις βάρος των ανδρών-πατέρων, δηλαδή εις βάρος της ισότητας. Συγκεκριμένα πρωτοστάτησε στην απόσυρση της ειδικής διάταξης για την κοινή επιμέλεια του νομοσχεδίου για τις αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τύπου της εποχής εκείνης, το κύριο επιχείρημα εναντίον της κοινής επιμέλειας ήταν ότι η επίμαχη διάταξη εξασθενεί την προτεραιότητα της μητέρας στην ανατροφή του ανηλίκου,  ρύθμιση που δεν συμβαδίζει με τις ελληνικές συνήθειες. Το παραπάνω επιχείρημα όμως ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τους σκοπούς του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου, άρα και με τις αντιλήψεις της ίδιας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Συγκεκριμένα στο διαδικτυακό τόπο του ιδρύματος ρητά αναφέρεται:

 

«Οι βασικοί σκοποί του ΙΜΔΑ είναι: η έρευνα, μελέτη, προαγωγή και διάδοση, προάσπιση, προστασία και διαφύλαξη των διεθνώς αναγνωρισμένων Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για όλους χωρίς διακρίσεις .

 

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΙΜΔΑ

 

Εναρμόνιση κοινωνικών πολιτικών με τις διεθνώς καθιερωμένες αρχές και τους κανόνες Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

 

      Ήδη εδώ και χρόνια καταβάλλεται προσπάθεια διάδοσης της θεμελιώδους – κατά τη γνώμη μας – αρχής ότι κάθε πολιτική που αφορά την αντιμετώπιση και ρύθμιση κάποιου κοινωνικού προβλήματος πρέπει να στηρίζεται στις αρχές και τους κανόνες των διεθνώς αναγνωρισμένων Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αντίθετα, όταν συγκρούεται κάθε κοινωνική πολιτική ευθέως με αυτά ή στηρίζει εθνικές παραδόσεις και πρακτικές που υπονομεύουν τα Δικαιώματα του Ανθρώπου – τα οποία είναι παγκόσμια, αδιαίρετα και αλληλοεξαρτώμενα – είναι προορισμένη να αποτύχει. Προκαλεί, δε, ρήγματα στη σημαντικότερη και ευγενέστερη κατάκτηση της ανθρωπότητας, που είναι το ενιαίο και παγκόσμιο οικοδόμημα των Αρχών και Κανόνων Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».

 

 

      Ο όρος Γνωστική Ασυμφωνία (Cognitive Dissonanceεισήχθη από τον Leon Festinger το 1957. Η γνωστική ασυμφωνία δημιουργείται όταν κάποιος έχει δύο ή περισσότερα γνωστικά στοιχεία που είναι ασυνεπή μεταξύ τους (σκέψεις, στάσεις πεποιθήσεις, συμπεριφορές). Επειδή οι άνθρωποι αναζητούν αρμονία μεταξύ των γνωστικών τους στοιχείων, η γνωστική ασυμφωνία είναι μια δυσάρεστη κατάσταση που φέρνει αμηχανία, στρες και δυσφορία. Για να μειώσουν τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκαλούνται όταν βιώνουν ασυμφωνία χρειάζεται να αλλάξουν ένα ή περισσότερα από τα γνωστικά στοιχεία που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. Για να το επιτύχουν αυτό αναζητούν επιπρόσθετα στοιχεία που ενισχύουν το ένα γνωστικό σχήμα, ενώ ταυτόχρονα αναζητούν στοιχεία που απαξιώνουν το αντίθετο του. Η ανάλυση των δεδομένων δηλαδή γίνεται με μεροληπτικό τρόπο. Έτσι στο ζήτημα της επιμέλειας ανηλίκων τέκνων έχει ενισχυθεί στο έπακρο ο ρόλος της μητέρας, ενώ ταυτόχρονα έχει καταβαραθρωθεί ο ρόλος του πατέρα. Η σημασία του πατέρα στις δικαστικές αποφάσεις μνημονεύεται εντελώς προσχηματικά. Η γνωστική ασυμφωνία χαρακτηρίζει γενικά τους θιασώτες της αποκλειστικής επιμέλειας οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτή είναι προς το υπέρτατο συμφέρον του ανήλικου τέκνου, το οποίο τέκνο τελικά είναι το υπέρτατο θύμα της αποκλειστικής επιμέλειας.

 

      Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο του 2008, το τεράστιο ειδικό βάρος της προσωπικότητας και του ονόματος της Αλίκης Γιωτοπούλου–Μαραγκοπούλου, δεν επέτρεψε να της εναντιωθούν όλοι όσοι ήταν υποστηρικτές της κοινής επιμέλειας, ενώ επηρέασε και ένα μεγάλο τμήμα του γυναικείου κινήματος ώστε να συνταχθεί με τις απόψεις της. Η συνολική προσφορά της στα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν αδιαμφισβήτητα τεράστια, αλλά η παρέμβαση της την εποχή εκείνη αποτέλεσε τεράστια παραφωνία στη δράση της για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αφού υπήρξε καθοριστική στο να συνεχιστεί η καταπάτηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων παιδιών και των πατέρων.

 

 

     Από το 2008 πέρασαν 10 χρόνια χαμένα για την κοινή επιμέλεια. Πριν από 2 χρόνια το ελληνικό γυναικείο κίνημα τάχθηκε ανοικτά υπέρ της συνεπιμέλειας. Χρέος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΙΜΔΑ) είναι να διορθώσει τη γνωστική ασυμφωνία και να υπερασπιστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα χωρίς διακρίσεις, δηλαδή να ταχθεί ανοικτά όχι απλώς υπέρ της κοινής επιμέλειας, αλλά υπέρ του ίσου χρόνου και φροντίδας του παιδιού από τους δύο καλούς γονείς του όταν αυτοί δεν ζουν μαζί.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *