Έξις δευτέρα φύσις

     

   Στις 31/03/2017 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών ένα άρθρο του Βασίλη Φούσκα (καθηγητή διεθνών σχέσεων στη Νομική και Οικονομική Σχολή του Πανεπιστημίου Ανατολικού Λονδίνου) με τίτλο «ο σεξισμός καλά κρατεί».

 

     Τρεις ημέρες μετά στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με τίτλο «Μια απάντηση στον κ. Βασ. Φούσκα» του ακαδημαϊκού, πρώην υπουργού δικαιοσύνης και καθηγητή νομικής Μιχάλη Σταθόπουλου. Σημειώνω τα κύρια κατά τη γνώμη μου αποσπάσματα του άρθρου: «Το ελληνικό δίκαιο δίνει το δικαίωμα στον δικαστή να προβλέψει τέτοια άσκηση κοινής επιμέλειας ή, πολύ περισσότερο, να προβλέψει μία μεν κατοικία για το παιδί, με κατά τα λοιπά κοινή επιμέλεια (η καλύτερη κατά τη γνώμη μου λύση, όταν δεν κρίνεται σκόπιμη -όπως μάλλον κατά κανόνα θα συμβαίνει- η εναλλαγή της κατοικίας). Αλλά ο δικαστής είναι που θα κρίνει τούτο σε κάθε ατομική περίπτωση. Είναι ο μόνος που μπορεί να λάβει υπόψη όλες τις συνθήκες που χαρακτηρίζουν την κάθε φορά κρινόμενη υπόθεση. Η νομοθετική γενίκευση που θα επέβαλλε τη λύση αυτή στον δικαστή θα αγνοούσε ακριβώς τις ατομικές συνθήκες που μπορεί να διαφοροποιούν τη μία περίπτωση από την άλλη. Στην ατομική περίπτωση κρίνεται τελικά τι συμφέρει το παιδί και αυτό μπορεί να το αποφασίσει ο δικαστής (αρμόδιος για την εξατομικεύουσα δικαιοσύνη, που είναι σημαντική διάσταση της Δικαιοσύνης) και όχι ο νομοθέτης (αρμόδιος για τη γενικεύουσα δικαιοσύνη). Γι’ αυτό, το ελληνικό δίκαιο (και όχι μόνο) αφήνει, μέσω ιδίως γενικών ρητρών, ευρέα περιθώρια άσκησης διακριτικής ευχέρειας στον δικαστή. Η αρχή της ισότητας δεν επιβάλλει ισοπεδωτική μεταχείριση όλων των περιπτώσεων, αλλά ίση μεταχείριση των όμοιων περιπτώσεων».

(σημ. δείτε και το άρθρο “Μία απάντηση στον Μ. Σταθόπουλο“)

 

     Μετά από άλλες δύο ημέρες στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύτηκε άρθρο ένα άρθρο με τίτλο «Επιμέλεια ή συνεπιμέλεια» του εφέτη Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, LLM Διεθνούς Δικαίου Γεώργιου Παπαγεωργίου. Σημειώνω τα κύρια κατά τη γνώμη μου αποσπάσματα του άρθρου: «Η γονική μέριμνα επιτρέπεται να ασκείται από τον ένα γονέα μόνο σε τέσσερις περιπτώσεις:…δ) Όταν η άσκηση έχει ανατεθεί μόνο στον ένα γονέα με απόφαση δικαστηρίου σε περίπτωση διαζυγίου, διάστασης ή κακής άσκησης της γονικής μέριμνας. Στην περίπτωση που ο έγγαμος βίος διασπαστεί ή και στην περίπτωση διαζυγίου οι γονείς έχουν υποχρέωση και δικαίωμα ταυτόχρονα να αποφασίσουν για το ποιος θα ασκεί το λειτουργικό δικαίωμα της επιμέλειας.Ο νομοθέτης αναθέτει στους Δικαστές (ή ορθότερο Διχαστές) να τάμουν τη διαφορά όταν οι σύζυγοι δεν μπορούν από κοινού να αποφασίσουν τον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι θα αποφασίζουν για τα παιδιά τους. Στην περίπτωση αυτή, δεν έχουμε την από κοινού άσκηση της επιμέλειας και επομένως δεν μπορούμε να έχουμε συνεπιμέλεια. Για τον λόγο αυτόν, ανατίθεται η επιμέλεια σε έναν από τους συζύγους αφού προηγουμένως ληφθεί υπόψη η γνώμη του παιδιού».

 

     Στις 26/06/2017 ο τότε υπουργός δικαιοσύνης απαντώντας σε ερώτηση για τη συνεπιμέλεια κατέθεσε στο κοινοβούλιο τα παραπάνω δύο άρθρα για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του κατά της συνεπιμέλειας. Στις 14/02/2018 ο ίδιος υπουργός προχώρησε στη «Σύσταση και συγκρότηση ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής με αντικείμενο την αναμόρφωση διατάξεων του οικογενειακού δικαίου και ειδικότερα με έμφαση σε θέματα επιμέλειας,επικοινωνίας και σχέσεων γονέων τέκνων». Πρόεδρος της επιτροπής διορίστηκε ο εφέτης Παπαγεωργίου που είχε διατυπώσει τις παραπάνω απόψεις κατά της συνεπιμέλειας.

 

      Η Διεθνής Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού απουσιάζει παντελώς από την επιχειρηματολογία των πολέμιων της συνεπιμέλειας.  

 

      Ο κος Σταθόπουλος, άθελα του, μας δίνει επιχειρήματα κατά της νομολογίας. Στην πράξη ο δικαστής δεν εξατομικεύει κατά περίπτωση, αλλά γενικεύει εφαρμόζοντας ισοπεδωτικά την αποκλειστική επιμέλεια. Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων το αποκλειστικό και μόνο κριτήριο για την ερμηνεία του συμφέροντος του παιδιού είναι το φύλο του γονέα. Η προσωπική μου εμπειρία  (που αποδεικνύεται με έγγραφα) είναι ακράδαντη απόδειξη ότι η εφαρμογή της νομολογίας είναι τόσο ισοπεδωτική που με περισσή ευκολία παραβιάζονται κανόνες τόσο ουσιαστικού όσο και δικονομικού δικαίου, καθώς και θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

 

     Δικαστικός είναι και ο επικεφαλής της νυν νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, όπως επίσης δικαστικός ήταν και της προηγούμενης. Αυθόρμητα τίθεται το ερώτημα κατά πόσο αυτό συνάδει με το άρθρο 26 του Συντάγματος των Ελλήνων που επιβάλλει τη διάκριση των εξουσιών. Οι δικαστές δεν έχουν δικαίωμα να νομοθετούν (δυστυχώς στα θέματα της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων έχουν ήδη νομοθετήσει μέσω της νομολογίας). Η διάκριση των εξουσιών είναι θεμελιώδης αρχή του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας.

 

Η επιχειρηματολογία των υπερασπιστών της αποκλειστικής επιμέλειας έχει πλέον μετατοπιστεί. Υποστηρίζουν μία «συνεπιμέλεια» στην οποία ο δικαστής θα αποφασίζει τους όρους. Και είναι βέβαιο ότι θα κάνει αυτό που πολύ καλά ξέρει όλα αυτά τα χρόνια. Θα εφαρμόζει μία αποκλειστική επιμέλεια βαπτισμένη ως συνεπιμέλεια (ενδεχομένως να βελτιωθεί η κατάσταση στα θέματα επικοινωνίας). Η συνεπιμέλεια αν αφεθεί στην κρίση του δικαστή δεν θα είναι συνεπιμέλεια. Διότι η συνήθεια είναι δεύτερη φύση.

 

Κώστας Λαδάκης, ιατρός

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *