Η Καθημερινή, 3 12 2020
Δείτε το πρωτότυπο ΕΔΩ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Συνεπιμέλεια παιδιών, μια δύσκολη αλλαγή
Η συνεπιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο «είναι ένα μικρό, αλλά σημαντικό βήμα για την άμβλυνση μιας αδικίας», λέει ο κ. Τζεβελέκος. Από την πλευρά της η κ. Τσούτση αναφέρει ότι «οι σχεδιαζόμενες αλλαγές είναι στη σωστή κατεύθυνση, αλλά απαιτούνται δικλίδες ασφαλείας σχετικά με τους κακοποιητικούς και τους αμελείς γονείς, αλλά και τη διατροφή»
Η γνωστοποίηση των υπό σχεδιασμό αλλαγών στο οικογενειακό δίκαιο, που αφορούν κυρίως τη συνεπιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, έχει σημάνει πραγματικό πόλεμο μεταξύ μαμάδων και πατεράδων, γυναικών και ανδρών, που αποτυπώνεται παντού: από τις χαμηλόφωνες συζητήσεις εντός δικηγορικών γραφείων στις έντονες αντιπαραθέσεις στους τοίχους του Facebook έως τα γκράφιτι στους δρόμους… των Εξαρχείων. Οι μεν κάνουν λόγο για τα εν Ελλάδι καταπατημένα δικαιώματα των πατεράδων και οι δε για τον «νόμο των πλούσιων μπαμπάδων» που ετοιμάζεται να θεσμοθετηθεί σε μια εποχή στην οποία οι γυναίκες λόγω της παγκόσμιας πανδημίας μετρούν όλο και περισσότερες απώλειες. Η «Κ» συνομίλησε με δύο μάχιμους δικηγόρους για να προσδιορίσει τις πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος.
«Οι σχεδιαζόμενες αλλαγές περνούν στον αστικό κώδικα τη συνεπιμέλεια, που ήταν ήδη νομολογημένη από τα ελληνικά δικαστήρια», διευκρινίζει ο δικηγόρος Γιώργος Τζεβελέκος, «είναι ένα μικρό, αλλά σημαντικό βήμα για την άμβλυνση μιας αδικίας, καθώς τα δικαστήρια έως σήμερα δίνουν την επιμέλεια σε ποσοστό 90% στις μητέρες». Οπως, βέβαια, υπενθυμίζει ο κ. Τζεβελέκος, «και σήμερα εκδίδονται δικαστικές αποφάσεις για συνεπιμέλεια, αλλά με φειδώ». Ως επί το πλείστον, σε συνεπιμέλεια καταλήγουν τα ζευγάρια που επιλέγουν το συναινετικό διαζύγιο. «Και στο μέλλον η απόδοση ή μη της συνεπιμέλειας θα επαφίεται στην κρίση του δικαστή», υπογραμμίζει ο ίδιος, «στην απόφαση μπορεί να συνυπολογιστεί και η επιθυμία του ανηλίκου· συχνά και τα ίδια τα παιδιά, που συνομιλούν με τον δικαστή στο γραφείο του, προτιμούν τη συνεπιμέλεια». Ενώπιον ενός βίαιου ή ακατάλληλου γονέα «ο δικαστής μπορεί όχι μόνον να του αφαιρέσει την επιμέλεια, αλλά ακόμα και το δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί».
Σημαντικότερη κατ’ εκείνον διαφοροποίηση είναι «η αύξηση του χρόνου που περνάει ο γονιός, που δεν έχει την επιμέλεια του παιδιού, μαζί του, σε 1/3». Σύμφωνα με τον κ. Τζεβελέκο, ωστόσο, ο θόρυβος που έχει δημιουργηθεί είναι δυσανάλογα μεγάλος. «Θεωρώ ότι σε αυτό το στάδιο τουλάχιστον ούτε οι μητέρες χάνουν ούτε οι πατεράδες κερδίζουν», επισημαίνει, «πρόκειται για μια μεταρρύθμιση στο πρότυπο των αλλοδαπών έννομων τάξεων, όπου η συνεπιμέλεια αποτελεί κανόνα, εμείς, όμως, ως κοινωνία έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας».
«Θεωρώ ότι οι σχεδιαζόμενες αλλαγές είναι στη σωστή κατεύθυνση, αλλά απαιτούνται δικλίδες ασφαλείας σχετικά με τους κακοποιητικούς και τους αμελείς γονείς, αλλά και τη διατροφή, έτσι ώστε να μην ερμηνεύει ο καθένας τον νόμο όπως θέλει», τονίζει η δικηγόρος Βάσω Τσούτση. «Στην καριέρα μου έχω εκπλαγεί πολλές φορές από τον αγώνα που δίνουν οι μπαμπάδες για τα παιδιά τους», διευκρινίζει η ίδια, «τα τελευταία δε χρόνια διαπιστώνω μια στροφή προς τη συνεπιμέλεια μεταξύ των πελατών μου που επιλέγουν το συναινετικό διαζύγιο». Ωστόσο, «παραμένουν η μειοψηφία». Μια σειρά πρακτικών ζητημάτων, όπως η γειτνίαση των δύο νοικοκυριών, η ύπαρξη επαρκούς χώρου για το παιδί, αποτελούν συχνά εμπόδιο. Επομένως, ακόμα και να θεσμοθετηθεί η συνεπιμέλεια, «δεν είναι σε θέση όλοι οι μπαμπάδες να τη διεκδικήσουν».
Οι δύο κίνδυνοι, τους οποίους και οι γυναικείες οργανώσεις αναδεικνύουν στον δημόσιο διάλογο, δεν είναι αμελητέοι. «Η βίαιη συμπεριφορά των συντρόφων, δυστυχώς, συναντάται αρκετά συχνά και δη από νέους σε ηλικία άνδρες», σημειώνει η κ. Τσούτση, «μια γυναίκα που φοβάται αργεί πολύ να καταγγείλει τέτοιες συμπεριφορές, ενώ η λεκτική βία πολύ δύσκολα αποδεικνύεται». Η περίπτωση γυναίκας που έμεινε επί δύο 24ωρα κλεισμένη στο λεβητοστάσιο για να σωθεί από τη μανία του πρώην συζύγου έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη της κ. Τσούτση. Επίσης, παραμένει και λόγω πανδημίας διογκώνεται η μισθολογική διαφορά των δύο φύλων, «που πρέπει εξίσου να ληφθεί υπόψη από τον νομοθέτη». Η ίδια είναι πεπεισμένη ότι τα παιδιά «δεν πρέπει να μεγαλώνουν σαν γενίτσαροι, χρειάζονται και τους δύο γονείς». Για να επιτευχθεί, όμως, αυτό χρειάζεται να καλλιεργήσουμε την κουλτούρα της συνεργασίας και να αποκτήσουμε κοινωνικές δομές, που να λειτουργούν εύρυθμα· μια αλλαγή στη νομοθεσία από μόνη της δεν αρκεί.
Συμφωνίες και δύσκολοι συμβιβασμοί
«Δεν θέλω να γίνω ο μπαμπάς του Σαββατοκύριακου», είπε το 2011 ο Θανάσης στη Σοφία, όταν αποφάσισαν να χωρίσουν. «Είχαμε κοινό δικηγόρο και πήραμε συναινετικό διαζύγιο, στο οποίο ορίσαμε την από κοινού επιμέλεια της κόρης μας». Σχεδόν μία δεκαετία πριν, η απόφαση ήταν ρηξικέλευθη. «Το ελληνικό σύστημα δεν είναι φτιαγμένο για παιδιά με δύο σπίτια και κοινή επιμέλεια των γονέων· από το δημαρχείο –όπου γίνεται τροποποίηση της οικογενειακής μερίδας– μέχρι και το σχολείο υπήρξαν δυσκολίες στο να περάσει στα έγγραφα η κοινή επιμέλεια, ενώ πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι μας κοιτούσαν σαν να είμαστε εξωγήινοι», περιγράφει η Σοφία.
Η ίδια είναι πεπεισμένη ότι είναι ζήτημα προσωπικοτήτων. «Συνηθίζω να λέω στην κόρη μου ότι είναι τυχερή που έχει τον μπαμπά που έχει», σημειώνει η ίδια, αν και παραδέχεται ότι ο χωρισμός αυτός καθαυτόν δεν υπήρξε ανώδυνος. «Ας μη γελιόμαστε, δεν υπάρχουν βελούδινα διαζύγια, πάντοτε προηγούνται δύσκολοι συμβιβασμοί», καταλήγει η 40χρονη Σοφία, η οποία έχοντας περισσότερο ελεύθερο χρόνο από άλλες διαζευγμένες μητέρες, είχε τη δυνατότητα να προχωρήσει τη ζωή της, σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο.
Για τον 53χρονο Στέφανο, πατέρα δύο κοριτσιών, 14 και 20 ετών σήμερα, η συμβιβαστική λύση της συνεπιμέλειας δεν ήρθε αβίαστα. «Ημασταν αρκετά χρόνια σε διαπραγματεύσεις, κυρίως επειδή δεν την εμπιστευόμουν απόλυτα να της παραδώσω την αποκλειστική επιμέλεια των κοριτσιών», εξηγεί στην «Κ» ο ίδιος, που μέχρι τότε αγνοούσε τον θεσμό της συνεπιμέλειας. «Συμβουλές και κατευθύνσεις έλαβα από τον Σύλλογο “Συνεπιμέλεια”», διευκρινίζει.
«Ως αντάλλαγμα παραιτήθηκα από οποιαδήποτε διεκδίκηση από τα κοινά αποκτήματα». Εκτοτε, οι δύο κοπέλες ζουν εναλλάξ στα σπίτια των δύο γονέων τους, οι οποίοι ωστόσο επικοινωνούν μεταξύ τους μόνο με γραπτά μηνύματα για θέματα που αφορούν την ανατροφή τους. «Δεν έχουμε καταφέρει να αποκαταστήσουμε τις σχέσεις μας», παραδέχεται ο Στέφανος. «Τα παιδιά, άπαξ και έχουν μπει στην εφηβεία, δεν υπακούουν συχνά ούτε σε δικαστικές αποφάσεις ούτε σε παραινέσεις – έχει συμβεί να έχουν μαζέψει τα πράγματά τους και να έχουν μετακομίσει αυτοβούλως στον γονέα της επιλογής τους», επισημαίνει μια παράλληλη πραγματικότητα ο δικηγόρος κ. Γιώργος Τζεβελέκος.
Προ ημερών, πενήντα επτά Ελληνίδες πανεπιστημιακοί, από τον χώρο της ψυχολογίας, των νευροεπιστημών, της ιατρικής, της βιο-λογίας, της κοινωνιολογίας, των παιδαγωγικών, αλλά και των σπουδών φύλου, παρενέβησαν στον εν εξελίξει δημόσιο διάλογο. «Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ένας από τους δύο γονείς είναι αποδεδειγμένα βίαιος, κακοποιητικός ή αμελής, η συνεπιμέλεια και ο ίσος χρόνος των παιδιών με τους δύο γονείς είναι μια συνθήκη από την οποία κερδίζουν όλοι», τονίζουν στην επιστολή τους. Οπως αναφέρουν, τα παιδιά που μεγαλώνουν σε καθεστώς συνεπιμέλειας εμφανίζουν χαμηλότερα επίπεδα κατάθλιψης και γενικότερα ψυχικής δυσφορίας, λιγότερα προβλήματα συμπεριφοράς, μειωμένη χρήση αλκοόλ και ουσιών, καλύτερη γνωστική ανάπτυξη και σωματική υγεία, και εντέλει καλύτερες σχέσεις με πατέρες, μητέρες, γιαγιάδες και παππούδες. Προ παντός, «η συνεπιμέλεια συμβάλλει στην αποφυγή του συνδρόμου της γονικής αποξένωσης, το οποίο μπορεί να προκαλέσει τραυματικές εμπειρίες στο παιδί που μπορεί να το επηρεάζουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του».