δείτε το 1ο μέρος ΕΔΩ
δείτε το 2ο μέρος ΕΔΩ
δημοσιεύθηκε στο Πύλη Ψυχολογίας – Psychology.gr
Αρθρογράφος: Χρύσα Πράντζαλου
Είχαμε τη χαρά να φιλοξενήσουμε στο Psychology, τον Κλινικό Ψυχολόγο και Καθηγητή ψυχολογίας Ηλία Κουρκούτα, με τον οποίο συζητήσαμε για το διαζύγιο, τον καθοριστικό ρόλο του γονεϊκού προτύπου για τις ενήλικες σχέσεις των παιδιών, τον τρόπο ανακοίνωσης ενός διαζυγίου στα παιδιά, τις συγκρουσιακές οικογενειακές σχέσεις και την εμπλοκή των παιδιών σε αυτές καθώς και πολλά άλλα σε μια εξαίσια και αναλυτική συνέντευξη!
Ο κύριος Ηλίας Κουρκούτας είναι Κλινικός Ψυχολόγος Ψυχοδυναμικής Εκπαίδευσης, Καθηγητής Ψυχολογίας, Συντονιστής κλάδου Κλινικής της ΕΛΨΕ, Διευθυντής Εργαστηρίου Ψυχολογίας & Ε.Α., Διευθυντής Διατμηματικού Μεταπτυχιακού ΠΣ “Ειδική Αγωγή” ΠΤΔΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Χρύσα Πράντζαλου: Μιλήστε μας για την επικείμενη αλλαγή της νομοθεσίας στο ζήτημα της επιμέλειας των παιδιών μετά από ένα διαζύγιο.
Ηλίας Κουρκούτας: Ως κλάδος Κλινικής της ΕΛΨΕ δημοσιεύσαμε μια επισκόπηση ερευνητικών δεδομένων που αφορούν κυρίως κάποιες διαστάσεις των επιπτώσεων του διαζυγίου και των προβλημάτων που προκύπτουν από δικαστικές πρακτικές για τα οποία έχουμε ως κλινικοί γνώση.
Ένα βασικό στοιχείο ήταν η ανάδειξη του ρόλου του πατέρα και της συναισθηματικής-διαπροσωπικής και κοινωνικής-συμβολικής αξίας που έχει αυτός στην ανάπτυξη του παιδιού και στα προβλήματα που δημιουργούνται λόγω του άμεσου ή έμμεσου αποκλεισμού του, σε περιπτώσεις πραγματικά «ισορροπημένων» πατεράδων που θέλουν κι έχουν ανάγκη να προσφέρουν.
Αφορά, κυρίως, δικαστικές πρακτικές/ αποφάσεις που φαίνεται να προκαλούν σοβαρές επιπτώσεις σε μια γενιά παιδιών που μεγαλώνουν αποκλεισμένα από μια σταθερή «βιωματική» σχέση με τον πατέρα τους. Αυτό συνήθως οφείλεται σε ανεπίλυτα προβλήματα και προστριβές/συγκρούσεις/ αντιπαλότητες σε συζυγικό επίπεδο μετά το διαζύγιο και τα παιδιά γίνονται όμηροι αυτών των συγκρούσεων. Αλλά οικογένεια δεν είναι μόνο το συζυγικό ζεύγος και ό,τι διαμείβεται μεταξύ τους.
Τα παιδιά ως ξεχωριστές οντότητες/μονάδες έχουν δικαίωμα στην ψυχική ισορροπία και απρόσκοπτη ανάπτυξη, ανεξάρτητα από τα προβλήματα στο σύστημα του ζεύγους (φανερές ή συγκαλυμμένες εκατέρωθεν επιθέσεις, αντιπαλότητες, τάσεις εκδίκησης, κοκ).
Κανένας γονέας δεν έχει δικαίωμα να επιβάλλει αποκλεισμό ή αποστέρηση του άλλου γονέα, ειδικά όταν δεν συντρέχουν λόγοι επικινδυνότητας.
Το φαινόμενο αυτό το οποίο παρατηρούμε συχνά, ειδικά σε περιπτώσεις εκλογικευμένων αποκλεισμών (συγκαλυμμένη δηλαδή επιθετικότητα και πόλεμος στον άλλον γονέα, με βάση συχνά μια λογική αιτιολογία) συνιστά ένα είδος σοβαρής «ψυχικής κακοποίησης» που έχει παραβλεφτεί από το δικαστικό σώμα, προφανώς λόγω άγνοιας και έλλειψης ερευνών.
Η ανάθεση της επιμέλειας των παιδιών στον έναν γονέα συνήθως ταυτίζεται με την ανάθεση του στην μητέρα, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ιδιαίτερα αν το παιδί είναι μικρότερο των 12 ετών. Ωστόσο, δεν υπάρχουν επιστημονικές έρευνες που να αποδεικνύουν ότι το παιδί θα λάβει την καλύτερη δυνατή ανατροφή αν μεγαλώνει μόνον με την μητέρα του.
Χρύσα Πράντζαλου: Η σχέση των γονέων σε κάθε περίπτωση και συνθήκη εσωτερικεύεται από τον ψυχισμό του παιδιού. Δηλαδή, λειτουργεί ως πρότυπο και διαμορφώνει τις πεποιθήσεις του παιδιού για το τι εστί ζευγάρι, γάμος, σχέση, αγάπη κ.λπ. Είναι καθοριστικό αυτό το πρότυπο;
Ηλίας Κουρκούτας: Η απάντηση απαιτεί ένα ολόκληρο πόνημα. Πολύ συνοπτικά, όμως, η σχέση των γονέων μεταξύ τους είναι μια βασική διάσταση (στοιχείο και υποσύστημα) της λειτουργίας της όλης οικογένειας, του ευρύτερου οικογενειακού συστήματος), εφόσον οι γονείς, ως ενήλικες φιγούρες και πρόσωπα αναφοράς και συναισθηματικής εξάρτησης/ υποστήριξης είναι σημαντικές. Ό,τι διακυβεύεται μεταξύ τους είναι σημαντικό για τα παιδιά και επιδρά πάνω τους με πολλούς τρόπους.
Οι εσωτερικεύσεις που αναφέρετε είναι αναπόφευκτες, εφόσον τα παιδιά στην νηπιακή και πρώτη σχολική ηλικία άμεσα εξαρτώνται από τους γονείς σε μια συνεχή βιωματική σχέση, ενώ οι βασικές προσκολλήσεις σε αυτούς είναι επιβεβλημένες και αναγκαίες, ανεξάρτητα από την ποιότητα τους και το συναισθηματικό φορτίο ή δυναμικό που αυτές μεταφέρουν (για αυτό και ακόμη και τα κακοποιημένα παιδιά μπορεί να έχουν μια αγχώδη ή αμφιθυμική προσκόλληση στους γονείς αλλά η αποκοπή από αυτούς τους προκαλεί τρομακτικό άγχος).
Όλοι ζούμε και μεγαλώνουμε σε «πλαίσια σχέσεων», στα οποία αναπτύσσονται ιδιαίτερες δυναμικές και αλληλεπιδράσεις, πρότυπα επικοινωνίας και συμπεριφοράς, σε ένα εξελισσόμενο σύστημα αυτοδιαμορφούμενο και επηρεαζόμενο και από τις εσωτερικές δυναμικές και τις αναπτυξιακές φάσεις των παιδιών, την ευρύτερη οικογένεια και το κοινωνικό πλαίσιο, αλλά και τη λειτουργία των ίδιων των γονέων που δίνουν το στίγμα σε όλη αυτή την κατάσταση.
Μια θετική και δυνατή συναισθηματικά συζυγική σχέση παρέχει στα ζευγάρια την δυνατότητα εξέλιξης ως άτομα και οικογένεια και ωφελεί σημαντικά όλο το πλέγμα των σχέσεων (υποσυστημάτων σχέσεων), χωρίς να σημαίνει ότι τα πράγματα είναι ιδανικά ή όλα βαίνουν θετικά, διότι οι αναπτυξιακές ανάγκες και φάσεις των παιδιών και οι σχέσεις μεταξύ των αδελφών παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο (επειδή συχνά δημιουργούνται συγκρούσεις, αντιπαλότητες, ανταγωνισμοί), ενώ έρευνες δείχνουν πόσο η έλευση ενός παιδιού αυξάνει σημαντικά το στρες σε επίπεδο ζεύγους και επηρεάζει την συζυγική σχέση.
Συζυγικά ζητήματα που οφείλονται σε σοβαρά ανεπίλυτα θέματα που «κουβαλάει» ο κάθε γονέας ή δημιουργούνται από την εμπλοκή της ευρύτερης οικογένειας και άλλων κοινωνικών ζητημάτων, τα οποία εκφράζονται όχι μόνο με σύγκρουση, αλλά και με διαφωνίες και δυσαρέσκεια, μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά την οικογενειακή λειτουργία και την ισορροπία, καθώς και την ποιότητα των συζυγικών σχέσεων και τη θέση των παιδιών μέσα στο σύστημα.
Χρύσα Πράντζαλου: Πόσο καθοριστικό είναι αυτό το πρότυπο στις ζωές και στις επιλογές μας ως ενήλικες;
Ηλίας Κουρκούτας: Πολύ σημαντικό θα έλεγα αν και φαίνεται τρομακτικό. Πολλές από τις επιλογές συντρόφων είναι αποτέλεσμα των μακροχρόνιων αρνητικών βιωμάτων ή συγκεκριμένων τραυματικών εμπειριών για να μιλήσουμε για τις επιρροές που καθορίζουν -όχι μηχανικά βέβαια- τον τρόπο που το άτομο ως παιδί και ενήλικος αντιλαμβάνεται τις σχέσεις ή συνδέεται με τους άλλους και με βάση πάντα τα εσωτερικά σχήματα/ γνωστικό-συναισθηματικά πρότυπα και αναπαραστάσεις του κόσμου και του άλλου που έχει δημιουργήσει από τα βιώματα του.
Βέβαια τα πράγματα δεν είναι στατικά και εξελίσσονται στο εσωτερικό των παιδιών και εφήβων, ως ενηλίκων και ευτυχώς υπάρχει το στοιχείο της εσωτερικής αλλαγής και μεταμόρφωσης μέσα από πολλούς τρόπους, αλλά συχνά ο τρόπος που συνδεόμαστε με τους άλλους καθορίζεται από τα βασικά εσωτερικευμένα πρότυπα, μοντέλα σχέσεων και επικοινωνίας που έχουμε ενσωματώσει.
Η επιλογή συντρόφου συνειδητή ή ασυνείδητη (πχ επιλέγω έναν άντρα ήρεμο, ήσυχο βολικό διότι ο δικός μου πατέρας ή ο πρώην σύντροφος ήταν συγκρουσιακός, επιθετικός, νευρικός, θυμωμένος) συχνά δεν διασφαλίζει αυτό που επιδιώκουμε με την λογική.
Και βέβαια συχνά αποτυγχάνουμε και συνδεόμαστε με ανθρώπους που έχουν ανάλογα πρότυπα / βιώματα, συναισθήματα και συμπεριφορές / λειτουργίες που θέλουμε να αποφύγουμε, μάλιστα αυτό συμβαίνει, ανεξαρτήτως φύλου.
Χαρακτηριστικά, ένας άντρα σε συνεδρία ανέφερε «τελικά συνειδητοποιώ ότι παντρεύτηκα τον πατέρα μου…η γυναίκα μου όσο γλυκιά κι αν είναι από πίσω έχει πάρα πολύ θυμό και ξεσπάσματα…θυμό με την δικιά της οικογένεια, έτσι ήταν κι ο πατέρας πολύ συναισθηματικός, αλλά με βίαια ξεσπάσματα και πολύ θυμό» (και μεγάλη αμφιθυμία, προσθέτω) αφού είχε αποκοπεί με πόνο και θυμό από τους δικούς του γονείς.
Οι έφηβοι, επίσης, παρά την διαδικασία αποστασιοποίησης και την προσπάθεια αυτονόμησης από τα γονικά πρότυπα, συχνά επαναλαμβάνουν ασυνείδητα τα ανάλογα μοντέλα συμπεριφοράς/ σύνδεσης με τον άλλον (αλλά και τα αντίθετα όταν τα έχουν βιώσει ως πολύ εχθρικά και αποσυντονιστικά).
Η προσωπικότητα βέβαια είναι ένα πολύ σύνθετο, περίπλοκο και δυναμικό χαρακτηριστικό, καθώς όλα τα βιώματα ερμηνεύονται και με βάση την ηλικία και τα αναπτυξιακά σχήματα του παιδιού. Δεν είναι μια μηχανική διαδικασία, γι’ αυτό μιλάμε πλέον στην ψυχοπαθολογία και για μοντέλα σχεσιακών αναπτυξιακών συστημάτων (developmental relational systems).
Έντονοι τρόποι επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης των γονέων μπορεί να υπερισχύσουν (επιθετικοί, εχθρικοί, ανταγωνιστικοί, τιμωρητικοί, αμφιθυμικοί, κλπ.) προκαλώντας σειρά αντιδράσεων σε όλο το φάσμα των εσωτερικευμένων και εξωτερικευμένων δυσκολιών που μπορούν να εξελιχτούν και σε διαταραχές ή προβληματικούς τρόπους σύνδεσης και συμπεριφοράς των παιδιών/ εφήβων απέναντι στον άλλον αλλά και στον εαυτό τους, το σώμα κλπ. (από στενοχώρια, θλίψη, διασπαστικότητα μέχρι διαταραχές διατροφής/ανορεξία, χρήση ουσιών και ιδέες θανάτου ή μίσους και φόνου σε κάποιες ευαίσθητες ηλικίες).
Πολλές από τις αντιδράσεις αυτές συνιστούν είδη μηχανισμού άμυνας για την ψυχική εξισορρόπηση και την αποφυγή των αποσταθεροποιητικών / αρνητικών συναισθημάτων, αλλά και «συμπτώματα» που επιδεινώνονται, λόγω των επιπλέον διαπροσωπικών/ κοινωνικών δυσκολιών στη συνέχεια.
Τα παιδιά σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό είναι «έρμαια» του οικογενειακού βιώματος, οικογενειακού κλίματος, των προτύπων επικοινωνίας (θετικών ή επιθετικών, εχθρικών, ανταγωνιστικών, συγκρουσιακών) των γονέων, των διαγενεϊκών τραυμάτων και των συναισθημάτων που δημιουργούνται (θυμός, οργή, μίσος αντίθετα συναισθηματική ισορροπία, τάση θετικής επένδυσης και σχέσης με τον άλλον κοκ.).
Η ποιότητα της συζυγικής σχέσης έχει αποδειχτεί ερευνητικά και κλινικά ότι επηρεάζει έμμεσα ή άμεσα.
Έμμεσα, με το γεγονός ότι ο γονικός ρόλος γίνεται ελλειμματικός /δυσλειτουργικός (spillover effect), ακόμη και όταν ο γονέας προσπαθεί να κάνει υπεραναπλήρωση των αρνητικών συναισθημάτων του με μια μεγαλύτερη τάση αφοσίωσης ή δεσίματος και προσκόλλησης με τα παιδιά, το οποίο δεν είναι πάντα θετικό, διότι αυτά αντιλαμβάνονται τις «υποδόριες» καταθλίψεις ή τα απωθημένα αρνητικά συναισθήματα και μπορεί να προσκολλώνται στον γονέα είτε ενοχικά και με άγχος, είτε να αρνούνται επιθετικά τον εγκλωβισμό σε μια τέτοια σχέση.
Πάντα επηρεάζεται ο πατρικός ή ο μητρικός ρόλος σε αυτές τις περιπτώσεις: και τα μοντέλα σχέσεων που αναπτύσσουμε με τα παιδιά, αλλά και ως βίωμα του παιδιού για τους γονείς τους που μπορεί να του δημιουργεί μεγάλο στρες, φόβο ή και σύγχυση…
Μια κυρία ανέφερε πόσο ο σύζυγος την κατέστειλε σε σχέση με τα παιδιά της και δεν μπορούσε να εκδηλώσει αγάπη απέναντι τους κι αυτό είχε τεράστια επίπτωση και στα δύο της παιδιά που είχαν πολλά προβλήματα με την εικόνα εαυτού – αυτοπεποίθηση και την επαφή με τα δικά τους συναισθήματα.
Χρύσα Πράντζαλου: Πώς μπορούν οι γονείς να είναι σύμμαχοι ακόμη κι αν πλέον δεν επιθυμούν μια κοινή ζωή;
Ηλίας Κουρκούτας: Η έρευνα και η εμπειρία μας δείχνει ότι οι συζυγικές συγκρούσεις/ προστριβές μπορεί να μην είναι καταστροφικές όταν υπάρχει διάθεση για επίλυσή τους μέσα από επιτυχημένες στρατηγικές εύρεσης λύσεων (εποικοδομητικές συγκρούσεις, στη διεθνή βιβλιογραφία) της κατάστασης. Για παράδειγμα, αντί να συνεχίσει τον πόλεμο ο ένας γονέας που έχει πληγωθεί ενάντια στον άλλον να καταφέρει να επεξεργαστεί τα συναισθήματα του και να προσπαθήσει να βρει λύσεις για «το καλό των παιδιών».
Συχνά όταν το ζευγάρι φτάνει σε ρήξη αυτό δεν είναι εφικτό εφόσον εμπλέκονται και η υπόλοιπη οικογένεια, φίλοι, δικηγόροι κλπ., συχνά με διάθεση να βοηθήσουν τον γονέα που υποφέρει ή φαίνεται να έχει αδικηθεί, εντείνοντας όμως τις συναισθηματικές φορτίσεις και αρνητικές αντιδράσεις. Πριν την οριστική ρήξη και όταν αρχίζει κάποιος γονέας να επιθυμεί την διακοπή της σχέσης, θα έπρεπε να συμβουλευτεί κάποιον ειδικό (και αυτό θα ήταν το ιδανικό) για να επεξεργαστεί όχι μόνο τα δικά του συναισθήματα και επιθυμίες, αλλά, κυρίως, του συντρόφου του και τις ενδεχόμενες αντιδράσεις του και επιπτώσεις στα παιδιά.
Οι ανεπίλυτες συγκρούσεις ή καλύτερα, οι φορτισμένες συναισθηματικά αντιδράσεις που οδηγούν στην σύγκρουση είναι ένα τεράστιο θέμα.
Στην κανονική οικογενειακή ζωή, όταν συμβαίνουν συγκρούσεις παρουσία του παιδιού, καλό θα ήταν να γίνεται αντιληπτό ότι χρειάζονται εξηγήσεις εκ μέρους των γονέων και προσέγγιση του παιδιού τέτοια ώστε να παρέχεται μια σχετική αποδραματοποίηση και ρεαλιστική εκλογίκευση σχετικά με τις αιτίες και ότι αυτά τα φαινόμενα υπάρχουν και δεν οδηγούν στη διάλυση των σχέσεων, αλλά και εξηγήσεις πως οι συγκρούσεις επιλύθηκαν – και κυρίως ότι οι προστριβές δεν αποτελούν πάντα σοβαρή απειλή ή ότι μπορούν να αντιμετωπιστούν.
Αυτές θεωρούνται εποικοδομητικές στρατηγικές, καθώς βοηθούν το παιδί να αναπτύξει συμπεριφορές σε καταστάσεις σύγκρουσης στις δικές του σχέσεις αργότερα (Bergman, Cummings, & Warmuth, 2016).
Από την άλλη τα παιδιά συχνά κατανοούν, αν και μπορεί να υπερδραματοποιούν, όταν υπάρχει ένα κλίμα απειλής ή υπόγειων συγκρούσεων, αφού αισθάνονται φόβο και απειλή. Συναισθήματα που μπορεί να βγαίνουν στο σχολείο –στην παιδική ηλικία- με διασπαστικές ή αλλοπρόσαλλες ή και επιθετικές συμπεριφορές και προβληματική παρουσία στην τάξη.
Στην εφηβεία, παρατηρούμε συχνά, μεταξύ άλλων, μια «τάση φυγής» του εφήβου στην προσωπική του ζωή (φυγή στην εφηβεία), με ενδεχόμενες υπερβολές για να ακυρώσει ή να απαλλαγεί από ότι αρνητικό ή φοβικό δημιουργείται μέσα του, λόγω της οικογενειακής κατάστασης ή αντίθετα παιδιά που κλείνονται στον εαυτό τους με το στενόχωρο, «καταθλιπτικό κομμάτι» μέσα τους και αρνούνται επαφές με τους δικούς τους και τους άλλους.
Χρύσα Πράντζαλου: Πολύ συχνά ακόμη κι αν οι καβγάδες δε γίνονται μπροστά στα παιδιά, τα τελευταία είναι τόσο ενσυναισθητικά και διαισθητικά πλάσματα που αντιλαμβάνονται έτσι κι αλλιώς το κλίμα και την ενέργεια στη σχέση των γονιών τους. Τα υποσυνείδητα μηνύματα σε αυτή τη συνθήκη ποια πιστεύετε πως είναι;
Ηλίας Κουρκούτας: Αναφέρω ένα ενδεικτικό παράδειγμα που συνέβη πριν από είκοσι και πλέον χρόνια. Σε μια οικογενειακή συνεδρία, το παιδάκι 4 περίπου χρόνων ανέφερε μπροστά στους έκπληκτους γονείς, ότι «φοβάται μήπως χωρίσουν». Είναι αλήθεια ότι είναι σύνηθες βίωμα των παιδιών, η διαισθητική αντίληψη ότι κάτι δεν πάει καλά.
Στις συνήθεις συγκρούσεις, που δεν υπερβαίνουν τα όρια και τις αντοχές των παιδιών και εφόσον υπάρχει και συναισθηματικό δέσιμο, τα παιδιά αργά ή γρήγορα συνηθίζουν σε αυτήν την κατάσταση, δεν νοιώθουν να απειλούνται, αλλά εκνευρίζονται και αντιδρούν.
Το θέμα είναι – πέρα από συζυγικές συγκρούσεις/προστριβές και αντιπαραθέσεις, φανερές ή συγκαλυμμένες- τα παιδιά να έχουν την εμπειρία και δυνατότητα έκφρασης από νωρίς, ενίσχυσης της αυτενέργειας και έκφρασης της επιθυμίας, να μιλάνε ανοιχτά και να μην έχουν βιώσει μία επικριτική ή φοβική καταστολή των αρνητικών συναισθημάτων τους, n σκέψεων, κλπ.
Να έχουν, δηλαδή, την άνεση να επικοινωνούν στους γονείς τους φόβους και τις ανησυχίες τους, αλλά και να διεκδικούν ό,τι χρειάζεται.
Αυτό πάλι προϋποθέτει γονείς με μια ενσυναισθητική ικανότητα και συναισθηματική ισορροπία, που να μην χάνονται στα δικά τους συναισθήματα και εντάσεις. Πολλοί γονείς πλέον προσπαθούν, πέρα από τα συζυγικά προβλήματα, να μην ακυρώσουν τον άλλον γονέα ή να εκλογικεύσουν τις κακές του αντιδράσεις.
Όταν όμως αυτός είναι προβληματικός, πολλά παιδιά, ακόμη και μικρά, εκνευρίζονται διότι αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ρεαλιστική αντίληψη τους («μαμά σταμάτα αυτήν κασέτα με τον μπαμπά», κορίτσι 4,5 ετών). Σίγουρα το να λέμε ότι ο μπαμπάς ή η μαμά σ’ αγαπά, είναι σημαντικό, αλλά συχνά κι αυτό δεν φτάνει, διότι ο επικείμενος χωρισμός και οι συνεχείς προστριβές σε μικρές ηλικίες δημιουργούν άγχος στα παιδιά (απώλεια ή αποκοπή από ένα μέρος του εαυτού τους)
Χρύσα Πράντζαλου: Είναι εντάξει οι γονείς να μιλήσουν για τη σχέση τους στα παιδιά; Κι αν ναι, πώς μπορεί να γίνει αυτό χωρίς το παιδί να αισθανθεί ότι πρέπει να διαλέξει πλευρά, να έχει το ρόλο του προστάτη ή να εμπλακεί στη διαδικασία παίρνοντας το βάρος της σχέσης των γονιών με το να προσπαθεί να λύσει τα προβλήματά τους;
Ηλίας Κουρκούτας:
Ο πειρασμός είναι μεγάλος για πολλούς γονείς να εμπλέξουν τα παιδιά ακόμη κι όταν είναι μικρά. Έχουμε δει περιπτώσεις να ζητάνε την γνώμη των παιδιών για το ποιος έχει δίκιο όταν αισθάνονται αδικημένοι ή να αποφορτίζονται μιλώντας στα παιδιά.
Αυτό πρέπει να αποκλεισθεί. Συχνά είναι και τα ίδια τα παιδιά (σε μεγαλύτερη ηλικία) που θέλουν να πάρουν θέση.
Θα έλεγα ότι κι αυτό είναι επικίνδυνο διότι δημιουργούν αντιπαραθέσεις με τον άλλον γονέα και μακροπρόθεσμα ίσως και στο ίδιο το παιδί –εκτός αν πρόκειται για πράγματι κακοποιητικό ή πολύ ανώριμο γονέα. Οι δικαστικοί και ειδικά ο οικογενειακός δικαστής, αν θεσπιστεί, μπορούν να χειριστούν πολλές ανάλογες υποθέσεις με την βοήθεια των επαγγελματιών ψυχικής υγείας ώστε και τα παιδιά να μιλήσουν όταν έχουν ανάγκη να ακουσθεί η φωνή τους.
Προσοχή μεγάλη, χρειάζεται και σε εφήβους που έχουν μπει σε ένα πόλεμο με έναν γονέα –και λόγω εφηβείας- άλλα κατά βάθος τα αισθήματα τους είναι έντονα και για αυτόν. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όμως παιδιών 13-14 ετών που όταν π.χ. διάβασαν τις αποφάσεις για το διαζύγιο κατάλαβαν πολλά πράγματα και αυτό τους βοήθησε να ηρεμήσουν, να βάλουν μια τάξη μέσα τους. Αυτό δεν είναι πάντα εφικτό.
Από την άλλη, η σύγχυση που υποθάλπει πόνο, αποπροσανατολισμό, φόβο και αγωνία από ένα αιωρούμενο χωρισμό και μια συνεχή διαμάχη συχνά είναι χειρότερη για τα παιδιά από την ίδια την στενοχώρια του οριστικού διαζυγίου, αισθήματα που σε μεγάλο βαθμό πυροδοτούνται από το άγνωστο, από το τι μέλλει γενέσθαι.
Οι γονείς σε φάσεις διαμάχης ή διαταραχής, πρέπει ενεργά και με πράξεις να μην παραμελούν τα παιδιά και να δείχνουν την αγάπη και την δέσμευση τους σε αυτά, χωρίς μελοδραματισμούς και ακρότητες, να αποφεύγουν τάσεις εκδίκησης μέσω αυτού και κυρίως να έχουν την ικανότητα ακόμη κι όταν είναι μικρά να τα ακούσουν και ίσως να χρειάζεται να τους δώσουν πρωτίστως χώρο να μιλήσουν και αυτά. Αυτό πάντοτε είναι υπό δοκιμή, το πόσο αντέχουν τα μικρά παιδιά τον χωρισμό και πως μπορούμε να το διαχειριστούμε.
Άλλα και το ψέμα, η απόκρυψη της αλήθειας προκαλεί συνήθως μια υπόγεια και μόνιμη σύγχυση.
Χρύσα Πράντζαλου: Όταν ένα παιδί εμπλέκεται στη σχέση των γονιών του και προσπαθεί να προσφέρει υποστήριξη στο γονιό που νιώθει πως βάλλεται από αυτή τη σχέση ποιοι κίνδυνοι εγκυμονούν βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα; Πώς μπορούν οι γονείς να σταθούν στο ύψος αυτής της περίστασης και να μείνουν στο ρόλο του γονιού; Πώς χρειάζεται να οριοθετήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους;
Ηλίας Κουρκούτας: Αυτό πρέπει πρωτίστως να το συνειδητοποιήσουν. Πολλοί γονείς δυστυχώς δελεάζονται ασυνείδητα και πέφτουν θύματα αυτής της υποστήριξης, σε φάση εντόνου πόνου και πένθους (νοιώθουν ότι τους μένει τουλάχιστον η αγάπη του παιδιού). Υπάρχουν όμως κραυγαλέες περιπτώσεις που είναι λογικό τα παιδιά να παίρνουν το μέρος του ενός γονέα.
Από την άλλη ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν σημαίνει ότι δεν νοιώθουν πόνο ή στενοχώρια ή δεν ανησυχούν και για τον άλλον γονέα. Αυτό πάλι πρέπει να είναι αντικείμενο συμβουλευτικής υποστήριξης/ διαχείρισης για τον γονέα: «πως θα ξεπεράσω τον πόνο και θα σταθώ στο ύψος μου», αντιστεκόμενος συχνά σε πιέσεις της ευρύτερης οικογένειας που εντείνουν τα εχθρικά αισθήματα –για διάφορους λόγους- απέναντι στον άλλον.
Βέβαια, όπως, αναφέρετε πολλά παιδιά θέλουν ενεργά να χωρίσουν οι γονείς τους διότι δεν αντέχουν άλλο. Αυτό το εκδηλώνουν συνήθως στην εφηβεία (με φράσεις π.χ. «έπρεπε να τον είχες χωρίσει νωρίτερα»).
Χρύσα Πράντζαλου: Πιστεύετε ότι πρέπει να χωρίζουν οι γονείς ή να μένουν μαζί για τα παιδιά; Κατά πόσο τα παιδιά χρησιμοποιούνται σε τέτοια διλήμματα ως δικαιολογία; Ποιοι φόβοι ελλοχεύουν πίσω από αυτή την ενδεχόμενη δικαιολογία κατά την άποψή σας;
Ηλίας Κουρκούτας: Ξεκινώ πάλι από ένα παράδειγμα 20 έτη και πλέον πίσω. Μια πραγματικά αξιοπρεπής κυρία γύρω στα 60 μου περιγράφει την ιστορία της.
«Δεν θα πιστέψετε τι συνέβη στη ζωή μου. Είχα έναν άντρα βίαιο, πολύ νευρικό και επιθετικό. Δεν χώρισα για τον μοναχογιό μας. Πίστευα ότι ήταν καλύτερα αφού ήταν αγόρι (εκεί αρχίζει και καταλαβαίνει κανείς τι συνέβη!!). Ο άντρας μου πέθανε, ο γιος μου είναι παντρεμένος και βλέπω την ίδια συμπεριφορά απέναντι στην γυναίκα του και το μικρό. Είναι γιος μου και παίρνω το μέρος του κοριτσιού!!!!» λέει με τεράστια ένταση.
Προφανώς το άγχος του παιδιού και διάφορα άλλα ζητήματα ενδο-συζυγικά έκαναν αυτό τον νέο άνθρωπο να αντιδρά όπως ο πατέρας του. Αυτός είναι ένας σοβαρός κίνδυνος, που αφορά όλο το φάσμα των ψυχικών επιπτώσεων / δυσλειτουργιών σε περιπτώσεις διαταραγμένων συζυγικών σχέσεων που κρατούν χρόνια και έμμεσα «εγγράφονται» ή ενσωματώνονται ασυνείδητα στον ψυχισμό των παιδιών .
Όσο κι αν τα παιδιά συνηθίζουν σε αυτές τις συγκρούσεις-προστριβές, πάντα θα υπάρχουν επιπτώσεις στην συμπεριφορά τους, στο τρόπο που βιώνουν τον εαυτό τους και τις σχέσεις, στον τρόπο που θα λειτουργήσουν ως πατέρες/μητέρες και απέναντι στους άλλους, άλλα και απέναντι στο σώμα τους και στο εαυτό τους.
Το διαζύγιο από μόνο του δεν είναι αυτό, με βάση την έρευνα, που προκαλεί την ανισορροπία ή το ψυχικό τραύμα στα παιδιά. Ό,τι προηγείται και ακολουθεί του διαζυγίου είναι το βασικό.
Χρύσα Πράντζαλου: Ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπος και χρόνος για να ανακοινωθεί στα παιδιά η απόφαση των γονέων για διαζύγιο;
Ηλίας Κουρκούτας: Δεν ξέρω αν υπάρχει. Σίγουρα δεν είναι οι επιθετικοί τρόποι και η τάση για να υπονομεύουμε ή να καταγγέλλουμε τον άλλον γονέα στα παιδιά και ότι “να, ο πατέρας σου φταίει”, εφόσον στα διαζύγια ενυπάρχει ή προϋπάρχει πάντα η κρίση πέρα από τα εμφανή ή αφανή λάθη που κάνει κάποιος από τους δυο γονείς ή τις αφορμές του χωρισμού.
Για τα παιδιά, ειδικά για τα μικρά παιδιά που είναι απολύτως εξαρτώμενα, παραμένει πάντα ένα δύσκολο γεγονός, μια δύσκολη κατάσταση. Θα λίγα ότι το πρώτο πράγμα είναι να ακούσουν οι γονείς τα παιδιά, να τους δώσουν χώρο για να μιλήσουν για τις φοβίες και τι σημαίνει για αυτούς το διαζύγιο, ώστε να απαντήσουμε ρεαλιστικά και μη δραματικά.
Αυτό που προέχει, όπως ξέρετε, είναι να τους δείξουμε ότι δεν θα διαλυθεί η σχέση μαζί τους.
Αν υπάρχει συνεννόηση μεταξύ των γονέων, αναδεικνύουμε και υπογραμμίζουμε ότι «οι σχέσεις των ενηλίκων ακόμη και των παντρεμένων που έχουν παιδιά μπορεί κάποια στιγμή να έχουν ένα τέλος, ότι δεν είναι αιώνιοι, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει η αγάπη, το δέσιμο και η επιθυμία να έχουν επικοινωνία, κι ότι –ίσως η αγάπη παραμένει- παρά τις δυσκολίες, αν και η ερωτική σχέση έχει τελειώσει».
Παράλληλα, δείχνουμε και στα παιδιά το παράδειγμα ότι όταν έχουν προβλήματα μπορεί να χωρίσουν, χωρίς αυτό να σημαίνει καταστροφή του ενός ή του άλλου γονέα και κυρίως της οικογενειακής σχέσης.
Πολλά παιδιά θα έχουν ανομολόγητες επιθυμίες για επανένωση των γονέων και είναι λογικό. Αυτό θα πρέπει να προσεχθεί, αν και είναι αναπόφευκτο σε ένα βαθμό, και να αντιμετωπιστεί χωρίς υπερδραματοποιήσεις και ακραίες αντιδράσεις. Κυρίως θα πρέπει να βοηθήσουμε τα παιδιά με την σταθερή και ισότιμη σχέση μαζί τους, ανεξάρτητα από τα συναισθήματα μας -και αυτό είναι το πιο δύσκολο-, αλλά και να διερευνήσουμε τι σκέπτονται για τον χωρισμό, αν αποδίδουν ευθύνες –τα μεγαλύτερα το κάνουν συχνά.
Αυτό θα βγει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην πορεία. Το πένθος μπορεί να διαρκέσει, χρειάζεται μια ευαισθησία από τους γονείς, αλλά και ρεαλισμό και ψυχραιμία.
Η «ζητιανιά της αγάπης» και το αίσθημα ότι δεν τους προσφέρουν οι γονείς αυτό που έχουν ανάγκη είναι το χειρότερο, όπως και η απουσία ενός γονέα μέσα στο γάμο, εφόσον συχνά βρίσκεται ουσιαστικά ή φυσικά απών.
Η απουσία και εν συνεχεία «ζητιανιά της αγάπης» από έναν άγαρμπο, μη συναισθηματικό, σκληρό γονέα -το βλέπαμε συχνά στις παλιές γενιές- μπορεί να στιγματίσει την ζωή ενός παιδιού και ακόμη και μετά τα 60 να ζητιανεύει ενοχικά και επιθετικά την αγάπη αυτή μέσω υλικών αγαθών (κληρονομιές, κλπ.). Είναι μια πραγματικότητα ο χωρισμός, όπως και ο θάνατος και θέλει ψυχραιμία στην αντιμετώπιση.
Συνεχίζουμε με το δεύτερο μέρος της συνέντευξης που μας παραχώρησε ο κύριος Ηλίας Κουρκούτας στο οποίο αναλύονται η αξία της συνεπιμέλειας και οι αδυναμίες της, ο υποτιμημένος ρόλος του πατέρα, οι εκδικητικότητες των χωρισμένων συντρόφων και η επιρροή τους στα παιδιά, η στιγμή που οι γονείς ξαναπαντρεύονται και πολλά άλλα…
Χρύσα Πράντζαλου: Ποια είναι η συμβολική αξία της συνεπιμέλειας;
Ηλίας Κουρκούτας: Σύμφωνα με τη Ψυχοδυναμική θεωρία, ένας θεμελιώδης παράγοντας συγκρότησης του παιδικού ψυχισμού είναι η «εσωτερίκευση» (συγκρότηση εσωτερικών αναπαραστάσεων) και δημιουργία ενός συνεργατικού γονικού μοντέλου (ζεύγους) που θέτει τα όρια των γενεών και διασφαλίζει ένα προβλέψιμο και ασφαλές περιβάλλον.
Ο αποκλεισμός του ενός γονέα αποδυναμώνει τη γονικότητα και των δυο, ως ομάδα, ως σύστημα και πλαίσιο αναφοράς των σχέσεων μεταξύ των δυο φύλων. Αυτό που πρέπει να διορθωθεί νομικά με κάποιον τρόπο είναι ο αποκλεισμός του άλλου γονέα που συχνά συμβαίνει, με το ισχύον σύστημα, αποκόβει και ακυρώνει, ειδικά όταν τα παιδιά είναι μικρά, ένα (βιωματικό) μέρος του εαυτού (experienced self) του παιδιού από την οικογενειακή του ιστορία, αφήνοντας πολλά ερωτηματικά, αμφιβολίες, αμφιθυμικά και διαταρακτικά /αντικρουόμενα συναισθήματα για τους δυο γονείς και τις παράλληλες οικογένειες.
Ο Νόμος οφείλει, επομένως, να αναγνωρίσει την ιδιότητα των δυο γονιών ως σημαντικές φιγούρες, ανεξαρτήτως του φύλου του παιδιού, που ανήκουν στη ζωή του, σε ισότιμη βάση.
Η συνεπιμέλεια στην ιδανική της εκδοχή εκφράζει και ενισχύει το αίσθημα του «ανήκειν» και την «διφυλική» φύση του ψυχισμού, ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό προσανατολισμό, με αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση του κινδύνου εμφάνισης δυσλειτουργιών, στην εφηβεία και στη νεαρή ελληνική ζωή.
Πρέπει να βρεθούν λύσεις για την αντιμετώπιση των προβληματικών καταστάσεων από την διαμεσολάβηση ψυχολόγων μέχρι ευέλικτα σχήματα συνεπιμέλειας και συνεννόησης μεταξύ των γονέων, ανάλογα την ηλικία του παιδιού και με εξατομικευμένες δικαστικές αποφάσεις, και όχι με βάση ένα γενικό και αόριστο μπούσουλα.
Το ισχύον σύστημα και οι υπερασπιστές του υπονοούν ότι οι πατέρες, είτε ότι είναι λιγότερο σημαντικοί, είτε ότι είναι προβληματικοί, αφού οι συνήθεις δικαστικές αποφάσεις ευνοούν ασύμμετρα την υπερίσχυση του ενός φύλου, με την λογική της προτεραιότητας της ανατροφής.
Χρύσα Πράντζαλου: Πώς η συνεπιμέλεια μπορεί να βοηθήσει, στο βαθμό που είναι εφικτό, στην ίαση του τραύματος του διαζυγίου στον ψυχισμό του παιδιού;
Ηλίας Κουρκούτας: Έχει αποδειχτεί ότι το ίδιο το διαζύγιο (ο χωρισμός των γονέων) δεν είναι αυτό που προκαλεί τα τραύματα, αν και ποτέ δεν είναι ένα ουδέτερο γεγονός. Ένα νομικό καθεστώς δεν λύνει, αλλά μπορεί να ευνοήσει την επεξεργασία λύσεων ή αντίθετα αν είναι μονοδιάστατο να μην επιτρέψει την εξεύρεση σε βάθος χρόνου θετικών απαντήσεων και αποφυγή «παθολογικών καταστάσεων».
Και βέβαια δεν γίνεται, αυτό το επαναλαμβάνω χωρίς την εμπλοκή υποστηρικτικών μηχανισμών, τουλάχιστον σε ένα μεγάλο αριθμό περιπτώσεων. Αυτό πρέπει να το φροντίσει το νομικό καθεστώς και πάντα χρειάζεται χρόνος.
Διότι είναι αλήθεια ότι η ασύμμετρη συμμετοχή των γονιών στην καθημερινή / βιωματική ανατροφή του παιδιού ή ο αποκλεισμός (σκόπιμος ή μη) του ενός (συνήθως του πατέρα) δημιουργεί «ρήγμα» στο ψυχισμό του παιδιού, πέρα από την διάλυση της οικογένειας, που όχι μόνο φτωχοποιεί σε πολλά επίπεδα (γνωστικό, συναισθηματικό, κοινωνικό) τη λειτουργία του, αλλά, εν δυνάμει, συνιστά σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, ένα σοβαρό τραύμα.
Η δυνατότητα της συνεπιμέλειας σίγουρα βοηθά το παιδί –και αυτό δεν είναι κάποια αυταπάτη- να διατηρήσει μια υψηλή αίσθηση ενότητας και με τους δυο γονείς.
Αλλά πάλι έχει να κάνει με τους γονείς, την ποιότητα των σχέσεων τους και τη δυνατότητα, ευκαιρίες και τους θεσμικούς μηχανισμούς εξομάλυνσης τους, που είναι διαθέσιμοι. Και βέβαια πάντα η συνεπιμέλεια εξετάζεται υπό το πρίσμα της δυνατότητας και επάρκειας και των δύο γονέων. Αυτό ισχύει όμως, σε κάθε περίπτωση.
Ως προς την φυσική εγγύτητα του παιδιού με τον άλλον γονέα (συνήθως τον πατέρα), εμπειρικά στοιχεία δείχνουν ότι η κοινωνικό – συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών ωφελείται διπλά από την εγγύτητα των πατέρων, μια και τα κοντινά σπίτια μειώνουν την επίδραση από τον γονικό χωρισμό και επιτρέπουν την εμπλοκή των πατέρων στις πρακτικές της από κοινού γονικής μέριμνας.
Για παράδειγμα, παλαιότερη έρευνα στις ΗΠΑ έδειξε ότι, όταν οι απομακρυσμένοι γεωγραφικά πατέρες μείνουν πιο κοντά στα παιδιά τους, αυξάνουν τις πιθανότητες στήριξης των παιδιών καθώς και της εμπλοκής στην ζωή τους (Viry, 2014).
Μια μικρή απόσταση μεταξύ των σπιτιών των χωρισμένων γονέων μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντική για τα μικρά παιδιά, όπου οι τηλεπικοινωνίες δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την πρόσωπο με πρόσωπο επαφή, ούτε να μεταφέρουν την συναισθηματική υποστήριξη.
Βέβαια, σε περιπτώσεις συγκρουσιακών γονικών σχέσεων που δεν έχουν γίνει αντικείμενο διαμεσολάβησης ή αυτόβουλης επιλογής συμβουλευτικής υποστήριξης/πλαισίωσης από ψυχολόγους, η εγγύτητα και η συνυπευθυνότητα μπορεί να δημιουργήσουν χώρο για γονικές συγκρούσεις και αρνητικότητα. Με τη σειρά τους, οι διαφωνίες και οι συγκρούσεις αυξάνουν το άγχος, την αναστάτωση και την ανασφάλεια των παιδιών.
Σε κάθε περίπτωση, μια σύγχρονη ανασκόπηση 27 μελετών έδειξε ότι τα παιδιά ωφελούνται σημαντικά από την συνεπιμέλεια (τόσο με την έννοια της νομικής ισότητας, δηλαδή, με κοινές και αδιάσπαστες γονικές ευθύνες όσο και, κυρίως, με την έννοια του ίσου χρόνου με κάθε γονέα), ακόμη και σε περίπτωση υψηλών επιπέδων σύγκρουσης μεταξύ των γονέων (Nielsen 2017).
Χρύσα Πράντζαλου: Πολύ συχνά οι παππούδες και οι γιαγιάδες μπαίνουν σε θέσεις αντιπαλότητας και ρίχνουν στα μάτια του εγγονιού τους, τους άλλους παππούδες ή τον άλλο γονέα με αποτέλεσμα το παιδί να βρίσκεται διαρκώς στη μέση και να μην μπορεί να διαχειριστεί όλη αυτή την συγκρουσιακή κατάσταση. Με ποιους τρόπους μπορούν να μπουν τα απαραίτητα όρια σε αυτές τις περιπτώσεις;
Ηλίας Κουρκούτας: Συμβαίνει δυστυχώς συχνά. Εδώ μόνο αν κάποιος από τους δυο γονείς έχει την συναισθηματική ευφυΐα και τον ρεαλισμό να αντισταθεί σε αυτό, να βάλει φρένο στις εντάσεις -με ψύχραιμο τρόπο- και στις ασυνείδητες τάσεις του άλλου να ταυτίζεται με την δικιά του οικογένεια –η οποία τον υπερασπίζεται- και έτσι να εντείνονται και να διαιωνίζονται οι διαμάχες και τα μέτωπα του πολέμου.
Σε πολλές περιπτώσεις τέτοια σχήματα ή πολώσεις προϋπάρχουν ήδη σε μικρότερη ένταση και τότε είναι καλό οι γονείς να συμβουλεύονται και οι πιο ψύχραιμοι φίλοι και συγγενείς να τους συμβουλεύουν. Έχουμε δει πραγματικά δράματα και πολέμους με αποκλεισμούς των παιδιών από την άλλη οικογένεια.
Έστω, ο ένας γονέας πρέπει να προσπαθήσει να δείξει στον άλλον πόσο αυτή η πόλωση είναι «διαστροφική» και καταστροφική, αλλά όχι με επιθετικό τρόπο.
Βεβαία αυτό υπονοεί και την συνολική (ανα) διαπραγμάτευση της συζυγικής σχέσης και αυτό ίσως χρειάζεται να γίνει από τον γονέα που κρατά μια συναισθηματική λογική μήπως και καταφέρει να ηρεμήσει και ο άλλος γονέας και να απεμπλακεί από το τραύμα του χωρισμού και την ταύτιση με τον θυμό και το μίσος που βγάζουν οι υπόλοιποι συγγενείς.
Αυτό προϋποθέτει, τα όρια που λέτε, και από τους δυο γονείς που πρέπει να επιβληθούν από τις αρχές του γάμου.
Εδώ θα πρέπει και οι παππούδες/ γιαγιάδες, οι νέοι και οι μορφωμένοι, τουλάχιστον, να καταλάβουν ότι πρέπει και αυτοί να αναζητούν συμβουλές για την διαχείριση των καταστάσεων κρίσης, ώστε να εμπλέκονται με δημιουργικούς ή ισορροπημένους τρόπους.
Χρύσα Πράντζαλου: Πώς να μάθουμε στους εφήβους ή και τα πιο μικρά παιδιά να θέτουν όρια σε αυτές τις αντιπαλότητες και σε όσα τους μεταφέρουν οι εκάστοτε πλευρές; Είναι κάτι τέτοιο ωφέλιμο ή και εφικτό για τα παιδιά;
Ηλίας Κουρκούτας: Είναι ίσως το πιο δύσκολο. Η ιδανική περίπτωση είναι και πάλι η συμβουλευτική των γονέων. Όταν ο ένας γονέας αρνείται, αυτός που χρησιμοποιεί δηλαδή και μη θεμιτούς ή μη επιθυμητούς τρόπους, τότε υπάρχει πρόβλημα. Αν βλέπουμε τα παιδιά, επειδή κάποιος εκ των δύο γονέων ζητάει βοήθεια, προσπαθούμε να κατανοήσουμε τα συναισθήματα και την θέση του άλλου γονέα.
Χρύσα Πράντζαλου: Η μητέρα έχει υπάρξει η πιο ευνοημένη στην περίπτωση της επιμέλειας. Ο ρόλος του πατέρα, όμως, είναι εξίσου σημαντικός και καθοριστικός στη ζωή ενός παιδιού. Μπορείτε να μας πείτε περισσότερα σχετικά με το ρόλο του πατέρα και τη σημαντικότητα του; Γιατί έχει υποτιμηθεί τόσο;
Ηλίας Κουρκούτας: Έχει υποτιμηθεί λόγω της παραδοσιακής κουλτούρας αλλά και των παραδοσιακών (ψυχαναλυτικών θεωριών) για τη σημαντικότητα των πρώτων χρόνων και του ρόλου της μητέρας. Η σύγχρονη έρευνα αλλά και η παλιά κλινική εμπειρία/ κλινικά δεδομένα (π.χ. για το ρόλο του πατέρα στις ψυχώσεις στο Διδακτορικό μου που ολοκληρώθηκε το 1995 –εδώ και 25 χρόνια, δηλαδή- ένα πολύ σημαντικό κομμάτι και της θεωρίας και της έρευνας ήταν για το ρόλο του πατέρα).
Οι δικαστικές αποφάσεις –όταν υπάρχουν ζητήματα και με βάση το ισχύον καθεστώς- βασίζονται κυρίως σε αυτά τα αντανακλαστικά δεν διευθετούν σημαντικά και υπάρχει έλλειψη γνώσης για τον ρόλο του πατέρα και μια τάση να μην διερευνάται η ποιότητα της σχέσης της μητέρας με τα παιδιά, το πως διαχειρίζεται την επιμέλεια των παιδιών στις διάφορες αναπτυξιακές φάσεις, το πως διαχειρίζεται στο «λόγο» της την θέση του πατέρα, κάτι πολύ σημαντικό, αλλά και πρακτικά πόσο ψυχικό χώρο δίνει για την συναισθηματική εξοικείωση των παιδιών κοριτσιών και αγοριών με τον πατέρα, που είναι πολύ σημαντικός.
Η εικόνα της μητέρας τροφού, βασικής αναφοράς και πυλώνος της οικογένειας, παραμένει σημαντική και κυρίαρχη στο συλλογικό υποσυνείδητο της ελληνικής κοινωνίας. Ο πατέρας παραμένει ως μια εξωτερική μορφή, παρά τις τεράστιες αλλαγές που έχουν σημειωθεί στην πράξη.
Όπως δείχνουν οι έρευνες, τα κορίτσια που έχουν μειωμένη και ανεπαρκή σχέση με τον πατέρα τους μετά το διαζύγιο εμφανίζουν ως έφηβες μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν πρόωρες σεξουαλικές σχέσεις, υψηλά ποσοστά ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και μωρά εκτός γάμου, σε σχέση με τα κορίτσια που διατηρούν στενές σχέσεις με τους πατέρες τους (Nielsen, 2011).
Επιπλέον, εμφανίζουν συχνότερα χαμηλές επιδόσεις στο σχολείο, εγκαταλείπουν τη φοίτηση στο γυμνάσιο, δεν συνεχίζουν τις σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, παρουσιάζουν αντικοινωνική και παραβατική συμπεριφορά, έχουν μειωμένη αυτό-εικόνα και κάνουν κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλ, ακόμη και αν δεν ζουν σε φτωχές κοινότητες (Nielsen, 2011).
Τέλος, έχουν περισσότερα συναισθηματικά και ψυχολογικά προβλήματα και είναι πολύ πιθανό να εμφανίσουν κατάθλιψη, συγκριτικά με τα κορίτσια που έχουν στενές και συνεχείς σχέσεις με τους πατέρες τους μετά το διαζύγιο. Αντίθετα, οι κόρες που έχουν μια στενή, συνεχιζόμενη σχέση με τον πατέρα τους μετά το διαζύγιο των γονέων τους έχουν γενικότερα οφέλη για την υγεία τους (Nielsen, 2011).
Συνοπτικά, ο διακριτός ρόλος του πατέρα σε περιπτώσεις «φυσιολογικών», μη συγκρουσιακών σχέσεων και αλληλεπιδράσεων συμβάλλει θεωρητικά στην ανάπτυξη του παιδιού με τους ακόλουθους τρόπους:
(α) μέσα από την ιδιαίτερη συμβολή του, ως το «τρίτο» πρόσωπο, πέρα από την συμβιωτική σχέση μητέρας-παιδιού, «ανοίγει ψυχικά» το παιδί προς τον άλλον και την κοινωνία ευρύτερα (συμβολικός κοινωνιοποιητικός ρόλος του πατέρα),
(β) διευκολύνει την ψυχοδιανοητική λειτουργία του παιδιού και την ικανότητα σκέψης με διαφορετικούς τρόπους, καθώς και την σχέση με το σώμα (την ψυχοσωματική ανάπτυξη), αφού, στις περιπτώσεις που ο πατέρας εμπλέκεται με ένα σταθερό τρόπο, προσφέρει μια διαφορετική σωματική επαφή/εμπειρία στο παιδί από τον συχνά υπερβολικό εναγκαλισμό της σχέσης με την μητέρα, ανοίγοντας το παιδί σε νέου τύπου διαπροσωπική σχέση και εμπειρία.
Χρύσα Πράντζαλου: Το παιδί έχει ανάγκη και τους δυο του γονείς σε επαρκή χρόνο. Πολλοί γονείς χρησιμοποιούν τα παιδιά για να εκδικηθούν το χωρισμένο σύντροφο. Πώς μπορεί να προάγει ένας γονιός μια θετική εικόνα για τον άλλο; Ποια είναι τα οφέλη από αυτό;
Ηλίας Κουρκούτας: Είναι σημαντική η ισορροπία των συναισθημάτων και στη διάρκεια του συντροφικού βίου και στην περίοδο προβλημάτων, όπου διαπιστώνονται ανάλογες στάσεις σε πολλούς γονείς, να διεκδικήσουν την αγάπη των παιδιών, όταν νοιώθουν τραυματισμένοι ή πληγωμένοι, απογοητευμένοι ή εγκαταλελειμμένοι από τον σύντροφο. Η φυγή στην αγκαλιά του παιδιού είναι μια συνήθης και «ανθρώπινη», ως ένα βαθμό συμπεριφορά.
Άλλη συμπεριφορά είναι η «φυγή» στους συγγενείς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και βέβαια οι καταγγελίες του άλλου γονέα στα παιδιά, ειδικά στα μικρά παιδιά, που έχουν φόβο και διστάζουν ή νοιώθουν δυσκολία να εκφραστούν ή αναγκαστικά συμπονούν ενοχικά τον γονέα που υποφέρει, είναι μια κατάσταση που δεν πρέπει να διαρκέσει.
O γονέας μπορεί να διατηρεί με ένα ρεαλιστικό τρόπο και μέσα από την δικιά του ισορροπημένη στάση απέναντι στον άλλο γονέα την θετική εικόνα που θέλει να περάσει για τον άλλον γονέα.
Πάντα με ρεαλισμό και απαντώντας στα ερωτήματα των παιδιών γενικά για χωρισμό, τα λάθη και φταιξίματα, με ένα τρόπο λογικό, αληθινό, αλλά ισορροπημένο με την έννοια ότι δεν είναι απαραίτητα λάθη κάποιες υπερβολές, κι ότι συχνά παρόμοια πράγματα –ρήξη σχέσεων- συμβαίνουν στην ζωή.
Τα παιδιά νοιώθουν την αλήθεια και θέλουν αλήθειες για να μπορούν να βάλουν τάξη σε αυτά που διαισθάνονται και συχνά δραματοποιούνται αναπόφευκτα μέσα τους.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει κάποιες φορές να λέμε και τα πράγματα με το όνομα τους, «ότι ο μπαμπάς ή η μαμά έχουν κάνει λάθη και ότι αυτοί (τα παιδιά) έχουν πληγωθεί από τα λάθη». Αλλά ότι «τώρα προσπαθούμε να ισορροπήσουμε και άσχετα αν είμαστε μαζί ή όχι, προσπαθούμε να είμαστε καλά όταν είμαστε όλοι μαζί και να έχουμε σχέσεις αγάπης».
Αυτό θεωρώ ότι πρέπει να είναι μια λογική οπτική. Η συγχώρεση είναι σημαντικό, επίσης, πράγμα και μαθαίνεται εμπειρικά και όχι μέσα από κηρύγματα. Το βασικό είναι ότι σταδιακά αυτό αποτοξινώνει και τα παιδιά από τα άγχη και τον γονέα από τα αρνητικά συναισθήματα. Αλλά και αυτό γίνεται υπό προϋποθέσεις.
Χρύσα Πράντζαλου: Μιλήστε μας για τα τυχόν προβλήματα που προκύπτουν από τη συνεπιμέλεια…
Ηλίας Κουρκούτας: Θα ξεκινούσα με τα προβλήματα που ενυπάρχουν στο ισχύον νομοθετικό και όχι μόνο καθεστώς, διότι άλλο η νομοθεσία κι άλλο μια κουλτούρα πρακτικής που έχει αναπτυχτεί από το δικαστικό σώμα –για πολλούς λόγους- όχι σκοπίμως αλλά γιατί δεν υπάρχει επαρκής έρευνα και εμπλοκή ψυχολόγων σε όλες αυτές τις διαδικασίες με ένα θεσμοθετημένο και έγκυρο τρόπο, που σημαίνει ότι όλα τα διαυβεύματα/ ζητήματα αφορούν μόνο τους νομικούς/δικαστές και δικηγόρους με ό,τι αυτό σημαίνει).
Έχουμε, λοιπόν, άπειρες περιπτώσεις, που αντιμετωπίζουμε σε κλινικό επίπεδο, δικαστικών αποφάσεων που με την λογική της αποκλειστικής επιμέλειας αποκλείουν τον πατέρα από μια σταθερή και συναισθηματικά ισότιμη εμπλοκή, ενώ συχνά έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με παράφορες και ακατάλληλες συμπεριφορές αλλά και έμμεσες ή συγκαλυμμένες, πίσω από εκλογικεύσεις νομοθετικών αποφάσεων, επιθέσεις του γονέα που έχει την αποκλειστική επιμέλεια αφήνοντας τον άλλον γονέα με μόνη δυνατότητα/ επιλογή δικαστικές προσφυγές (που δίνουν την εικόνα ενός επιθετικού γονέα), ενώ και πάλι στην επιμέλεια όταν αυτή έχει δοθεί δεν λαμβάνονται υπόψη οι κατάφωρες και συχνά παράνομες ενέργειες του άλλου γονέα, που είναι και δικαίωμα του παιδιού, όχι των γονέων.
Ο χρόνος που περνά ένα παιδί με τους «γονείς» είναι σημαντικός, ειδικά όταν οι σχέσεις μαζί τους είναι ισορροπημένες, με αυτή την έννοια το παιδί έχει δικαίωμα να περνά χρόνο με τον άλλον γονέα για να δένεται μαζί του.
Συνήθως, οι επικριτές της συνεπιμέλειας, που ουσιαστικά σημαίνει ένας επαρκής λογικός χρόνος για τον άλλον γονέα και συμφωνία σε σημαντικές αποφάσεις, δεν λαμβάνουν υπόψη ή αγνοούν τις παρενέργειες και όλες τις διαστρεβλώσεις με σημαντικές αρνητικές συνέπειες στα παιδιά και στην άλλη οικογένεια του παιδιού (παππούδες, ξαδέλφια, κλπ.) που συμβαίνουν σήμερα και δεν έχουν αναδειχτεί από κάποια έρευνα, παρά μόνο από τα κλινικά δεδομένα.
Σύντομα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος το βιβλίο «Συναντήσεις με τους πατέρες» δύο ψυχολόγων (Γ. Τσούμπα & Κ. Τζωρτζακάκη) που αναδεικνύουν αυτή την αθέατη και άγνωστη πλευρά των σύγχρονων πατεράδων –αλλά και κάποιων πιο παλιών- καθώς και τις σημαντικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία με την υπερεμπλοκή των νέων πατεράδων.
Μια σημαντική αλλαγή που προτείνουμε είναι, όταν υπάρχουν ζητήματα μεταξύ του ζευγαριού, η υποχρεωτική διαμεσολάβηση των Ψυχολόγων.
Επιπλέον, δεν έχουμε αναδείξει όλα τα προβλήματα του υπάρχοντος συστήματος. Οι κακοποιήσεις οι ακραίες συγκρούσεις είναι σε μεγάλο βαθμό υπαρκτές και βέβαια συνυφασμένες, όχι απλά με την συνεπιμέλεια ή το ισχύον σύστημα, αλλά με τις οικογενειακές, διαπροσωπικές και συζυγικές σχέσεις, τα χαρακτηριστικά και την προσωπικότητα του κάθε γονέα και τα προβλήματα της πρωθύστερης σχέσης, κυρίως, όμως, θεσμικά, με την απουσία υποχρεωτικής συμβουλευτικής διαμεσολάβησης.
Επομένως, και οι συγκρούσεις που προκύπτουν σε περιπτώσεις συνεπιμέλειας είτε έχουν να κάνουν με προβληματικές σχέσεις, είτε προβληματικούς γονείς ή προβληματικές αντιδράσεις. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της αποκλειστική επιμέλειας, απλά εκεί είναι ανίκανος ο άλλος γονέας να αντιδράσει. Η συνεπιμέλεια δεν είναι πανάκεια. Οι σχέσεις και οι χωρισμοί είναι και θα είναι πάντοτε πολύπλοκοι, όπως και οι ρήξεις.
Επίσης, οι διαθέσιμες έρευνες δεν δείχνουν προβλήματα ψυχολογικής αστάθειας, λόγω εναλλαγής κατοικίας, ακόμη και στα μικρά παιδιά.
Άλλωστε την ικανότητα να αναπτύσσουν σημαντικούς τρόπους προσαρμογής και εξαιρετικές ικανότητες ψυχικής ανθεκτικότητας, όταν νοιώθουν ασφάλεια και /ήρεμη σχέση μεταξύ των γονέων. Η σταθερότητα της κατοικίας είναι μια αόριστη παρατήρηση που δεν λαμβάνει υπόψη, ότι με βάση όλα τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, η εμπλοκή του πατέρα είναι εξίσου σημαντική από τα πρώτα στάδια.
Οι έρευνες που έχουν δημοσιευτεί και υποστηρίζουν ότι οι συνεχείς εναλλαγές σπιτιού και οικογένειας προκαλούν άγχος στο παιδί ή κάτι άλλο, έχουν πλήρως καταρριφθεί ως επιστημονικά μη έγκυρες/διαστρεβλωμένες (biased) γιατί ακριβώς δεν λαμβάνουν υπόψη ότι μιλάμε για τον πατέρα και όχι για κάποιο άγνωστο (βλ. κείμενο ΕΛΨΕ).
Τι σημαίνει άλλωστε εναλλαγές σπιτιού και οικογένειας όταν αναφερόμαστε την οικογένεια του παιδιού τον πατέρα που είναι κομμάτι της ζωής τους -εφόσον αυτός δεν έχει αποκλειστεί, απαξιωθεί ή αυτο-αποκλειστεί- τους παππούδες, τους άλλους θείους, τα ξαδέλφια από μόνη της αυτή η έμφαση π.χ. που δίνεται σε περιπτώσεις εναλλαγής κατοικίας ή κακοποιητικών πατεράδων είναι λανθασμένη, διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και συχνά από την κλινική εμπειρία μας ακόμη και τα πολύ μικρά παιδιά χαίρονται όταν συνδέονται με τα αγαπημένα πρόσωπα της άλλης οικογένειας.
Άλλωστε, τα παιδιά εξοικειώνονται πάρα πολύ εύκολα, ειδικά όταν πρόκειται για την δική του οικογένεια που ούτως ή άλλως υπάρχει στην ζωή του, αυτό συχνά παραβλέπεται ενώ η έμφαση δίνεται και συνήθως αναδεικνύεται η εικόνα του ελλιπούς πατέρα.
Χρύσα Πράντζαλου: Ένα ενδιαφέρον αλλά μεγάλο θέμα είναι το «Όταν οι γονείς ξαναπαντρεύονται». Τι συναισθήματα δημιουργούνται στα παιδιά όταν ένας/μια νέος/νέα σύντροφος μπαίνει στη ζωή του γονιού; Τι πρέπει να προσέξουν οι γονείς και οι νέοι σύντροφοι;
Ηλίας Κουρκούτας: Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων και αντιδράσεων εκατέρωθεν που έχουν να κάνουν με πολλούς παράγοντες: τι έχει προηγηθεί του χωρισμού, ποια είναι η ηλικία και το φύλο των παιδιών, αν είναι ένα, δυο ή περισσότερα παιδιά (συχνά κάθε παιδί το βιώνει και διαφορετικά), κυρίως όμως η αναπτυξιακή φάση και το πώς την βιώνει το κάθε παιδί, πώς σχετίζεται και πώς έχει βιώσει τον καθέ γονέα και την ευθύνη που του αποδίδει για τον χωρισμό, ειδικά όταν αυτός είναι τραυματικός.
Υπάρχουν έφηβοι που θέλουν οι γονείς τους να ξαναπαντρευτούν και υπάρχουν «θυμωμένοι» ή πληγωμένοι έφηβοι που αποδίδουν ευθύνες και στους δυο γονείς ή στον έναν, εάν ειδικά υπάρχουν επιθετικές και τραυματογενείς συμπεριφορές (π.χ. έδιωξες τον μπαμπά, εσύ τον εγκατέλειψες, τον χώρισες, κ.ο.κ.) και ανάλογα πόσο τραυματικός ήταν ο χωρισμός για κάποιον από τους δυο γονείς.
Αναφέρω ένα ακραίο και τραγικό αλλά ενδεικτικό με πολλά νοήματα παράδειγμα.
Μητέρα ενός κοριτσιού μένει έγκυος και χωρίζει τον πατέρα που είχε προβλήματα χρήσης ελαφρών ουσιών και αλκοολισμού και με τον οποίον είχαν πολλά θέματα. Η μικρή εγκαταλείπει το Λύκειο φεύγει σε άλλη πόλη με κάποιον φίλο της και παντρεύεται. Μένει για πολλά χρόνια εργαζομένη εκεί, ενώ παράλληλα κόβει πλήρως σχέση με την μητέρα της, τρέφοντας ένα τεράστιο μίσος για αυτήν που εγκατέλειψε τον πατέρας της, ενώ ο πατέρας της μετά από λίγα χρόνια βρίσκεται νεκρός στον φωταγωγό (ατύχημα ή αυτοκτονία) και βέβαια αυτή δεν έχει ακόμη καμία απολύτως σχέση με την μητέρα.
Τα συναισθηματικά φορτία εδώ ήταν μεγάλα για πολλούς λόγους, οργή και μίσος για την απώλεια του πατέρα, κατηγορίες στην μητέρα για τον αλκοολισμό ή τον ευάλωτο και προβληματικό πατέρα, ο τρόπος που έγινε ο χωρισμός, η νέα εγκυμοσύνη, η περίοδος που έγινε αυτό (εφηβεία κόρης όπου η ανάγκη έγκυρης πατρικής παρουσίας είναι σημαντική) και βέβαια οι τεράστιες ευθύνες που αποδίδονται στον άλλο γονέα.
Ως έφηβη και μοναχοπαίδι το βίωσε πολύ έντονα και τραγικά και με αντιδράσεις έφτασε στα όρια της σύγκρουσης και της αποκοπής από την μητέρα. Η μητέρα από την μια μεριά βέβαια έχει πολλά δίκαια. Όλοι αυτοί οι παράμετροι και οι διάφορες πλευρές και διαστάσεις/ ποιότητες των οικογενειακών σχέσεων, καθώς και των ατομικών χαρακτηριστικών του κάθε εμπλεκομένου είναι που διαφοροποιούνται ανά περίπτωση και παίζουν σημαντικό ρόλο στην έκβαση και δυναμική της κατάστασης.
Από την άλλη έχουμε άπειρα παραδείγματα επιτυχημένων νέων και σύνθετων οικογενειακών συστημάτων. Συνιστά αυτό μια ένα πραγματικότητα στην ελληνική και κοινωνία, και βέβαια και ήπιων αλλά λιγότερο σοβαρών προβλημάτων. Συχνά τα παιδιά αντιδρούν με ανταγωνισμό ανάλογα με την ηλικία, τη σχέση των γονέων με τα παιδιά.
Πολλές κοπέλες που βίωσαν λόγω θανάτου –κυρίως- την απώλεια του πατέρα και λόγω ανολοκλήρωτου ή ημιτελούς πένθους που έχει να κάνει και με τις δικές τους αναπτυξιακές ανάγκες την στιγμή της απώλειας, αλλά και την διαχείριση του πένθους και του “συμβολικού” ρόλου της πατρικής φιγούρας από την υπόλοιπη οικογένεια, είχαν πολλά συναισθηματικά προβλήματα –λόγω και του ανολοκλήρωτου πένθους-
Θέματα επαναλαμβάνω αντιζηλιών ανταγωνισμών κλπ., που αναπτύσσονται στα παιδιά ή και θυμού λόγω επιθυμίας ή ανάγκης επανένωσης του ζεύγους-οικογένειας μπορούν να λυθούν, εφόσον οι γονείς δεν έχουν μπει σε ένα είδος αντιπαλότητας και εχθρικών εκατέρωθεν αντιπαραθέσεων, σε ένα πόλεμο ουσιαστικά, με ανταγωνιστικές συγκρουσιακές σχέσεις και επαφές, λόγω το ότι ένας από αυτούς έχει πληγωθεί.
Δυστυχώς, υπάρχουν τα τραύματα που δημιουργούν επιπλέον τραύματα και αποσυντονισμό στους άλλους όταν ένας πληγωμένος άντρας ή μια απαξιωμένη γυναίκα που έχει πληγωθεί, κ.ο.κ, οχυρώνεται πίσω από επιθετικές άμυνες και (ακόμη και νομικές) εκλογικεύσεις και επιλέγει να κάνει έναν έμμεσο ή ανοιχτό πόλεμο στον άλλον που έχει ξεκινήσει μια νέα ζωή.
Πολλά μπορούν να επιδιορθωθούν με την συμβολή των ψυχολόγων που πρέπει να λάβουν υπόψη τα εκατέρωθεν συναισθηματικά δυναμικά, αλλά πρέπει να χειριστούν τις προκλήσεις και τα διακύβευματα με ένα τρόπο ευέλικτο, κατανόησης και ενσυναίσθησης χωρίς υπερβολικές ταυτίσεις με την μια ή την άλλη πλευρά, αναγνωρίζοντας τον πόνο, αλλά προωθώντας συγχρόνως ρεαλιστικές (μη καταστροφικές λύσεις).
Χρύσα Πράντζαλου: Πέρα από τις νομικές υπηρεσίες, η συμβουλευτική και ψυχοθεραπευτική πλαισίωση είναι σημαντικοί πυλώνες για ένα διαζύγιο με σεβασμό και ενήλικη αντιμετώπιση. Ποια είναι η θέση σας και τι θα προτείνατε σε όσους επιθυμούν να αποχωρήσουν από το γάμο τους αλλά δε ξέρουν πώς;
Ηλίας Κουρκούτας: Σίγουρα πρέπει να επιλύσουν θέματα που έχουν να κάνουν με τους λόγους, τις αιτίες, τα βαθύτερα κίνητρα της απόσυρσης από την σχέση ή συναισθηματικές ανάγκες και προβλήματα που κάνουν κάποιον να λειτουργεί εκτός γάμου, αλλά και τις συνθήκες που έχει αυτός διαμορφώσει.
Πάντα λαμβάνουμε υπόψη την ψυχική ισορροπία των γονέων και των παιδιών παράλληλα, όσο δύσκολο κι αν φαίνεται αυτό υπάρχουν τρόποι, βασιζόμενοι στην ψυχοθεραπευτική λογική, εμπειρία γνώση και τα αναπτυξιακά δεδομένα και μη πέφτοντας θύματα του ενός ή άλλου γονέα.
Η υποστήριξη στη διαπραγμάτευση των γονέων είναι σημαντικός θετικός παράγοντας, χωρίς κρυφές ατζέντες, μυστικά και πράξεις που απλά κλονίζουν την ευάλωτη σχέση. Συχνά, όμως, χρειάζεται και μια ψυχοθεραπευτική προετοιμασία πριν την διαπραγμάτευση των γονέων μεταξύ τους για άμβλυνση των αντιστάσεων και των αισθημάτων που προκαλούν τάσεις εκδίκησης ή πολέμου ή αντίθετα μεγάλης παθητικότητας ενάντια σε επιθετικές ενέργειας του άλλου.
Η ηθική της αληθείας γενικότερα και της αλήθειας της επιθυμίας και της συζήτησης πέρα από αναστολές και φόβους ή ακόμη και πολύ ενοχικές ή αυτοκαταστροφικές τάσεις. Πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι θέλουν να χωρίσουν όταν εμπλέκονται σε μια άλλη σχέση. Συχνά δεν συνειδητοποιούν τι πραγματικά τους ώθησε: η ανάλαφρη σεξουαλική επιθυμία, ένας εφηβικός ναρκισσισμός κατάκτησης του άλλου ή η βαθύτερη ανάγκη μιας συναισθηματικής σχέσης ή εξισορρόπησης.
Πρέπει να διερευνήσουμε όλα τα επίπεδα και πλευρές των σχέσεων αλλά και των συναισθημάτων που ενυπάρχουν ή υποβόσκουν για να αντιμετωπίσουμε με ικανότητα και επάρκεια τις καταστάσεις κρίσης, ενώ συχνά χρειάζονται δυο συνάδελφοι να λειτουργούν ή και εποπτεία για τη διαχείριση ανάλογων δυναμικών, που μπορεί να επηρεάζουν και εμάς συνειδητά ή ασυνείδητα. Η θετική επίλυση και η μη καταστροφική διάλυση οικογένειας έχει μεγάλο ατομικό και κοινωνικό όφελος, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Χρύσα Πράντζαλου: Ποιες θα λέγατε πως είναι οι προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει ένας γάμος ή κι ένα διαζύγιο ;
Ηλίας Κουρκούτας: Το πρώτο είναι η επιλογή συντρόφων. Δυστυχώς δεν είναι πάντοτε συνειδητές ή ακόμη κι όταν είναι συνειδητές (π.χ. μετά από μια θυελλώδη έρωτα ή μια έντονη αλλά προβληματική σχέση με κάποιον ο οποίος αποδείχτηκε αφερέγγυος ή πληγωτικός) πολλές γυναίκες (συνήθως) επιλέγουν ένα σύντροφο ήρεμο, φαινομενικά σταθερό και επαρκή, κυρίως όχι «επικίνδυνο».
Συχνά με τα χρόνια όμως ανακαλύπτουν μεγάλες ανεπάρκειες σε αυτά που θεωρούνταν προτερήματα.
Για το διαζύγιο αναφέραμε: αποφυγή παρορμητικών αντιδράσεων και στάσεων -συχνά η ένταση των συναισθημάτων κάνει τους ανθρώπους να αρνούνται λογικά πράγματα ή και εξειδικευμένη βοήθεια ενώ ξέρουν ότι την έχουν ανάγκη.