Βασίλης Φθενάκης: «Η συνεπιμέλεια των παιδιών είναι η καλύτερη μορφή ανατροφής τους»
Άρθρο του Βασίλη Φθενάκη που δημοσιεύθηκε στο In.gr
Δείτε το πρωτότυπο ΕΔΩ
in.gr 22 Δεκεμβρίου 2020,
Γράφει η Βάσω Μιχοπούλου
«Παρακολουθώ τις συζητήσεις σχετικά με την αναθεώρηση του Ν.1329 του 1983, με τον οποίον η ελληνική νομοθεσία εκσυγχρονίστηκε και προσαρμόστηκε στην συνταγματική επιταγή της αρχής της ισότητας των δύο φύλων, και έχω την εντύπωση ότι αναφέρονται σε μοντέλα οικογένειας του περασμένου αιώνα!
Το μεταπολεμικό μοντέλο της παιδοκεντρικής οικογένειας, όχι μόνο δεν είναι το μοντέλο που επιλέγουν οι νέοι άνθρωποι σήμερα για να συνάψουν μια σχέση, αλλά ούτε και το μοντέλο συμβίωσης του μέλλοντος. Το βασικό τους κίνητρο δεν είναι πλέον η απόκτηση παιδιών, αλλά η επιθυμία τους να βιώσουν μέσα σε μια σχέση την προσωπική ικανοποίηση και ευτυχία στο μέγιστο. Το παιδί μπορεί να έρθει ή όχι», μού λέει ο Έλληνας Καθηγητής της διασποράς Βασίλης Φθενάκης, που είναι ο κατεξοχήν ερευνητής θεμάτων της Οικογένειας, του Πατέρα και του Διαζυγίου στη Γερμανία, με πολυάριθμες δημοσιεύσεις, με 15ετή εμπειρία στην επιμόρφωση Γερμανών δικαστών του οικογενειακού δικαίου και με 30ετή στο πεδίο της οικογενειακής συμβουλευτικής και συνεχίζει: «Όταν μεταβάλλεται το μοντέλο της συμβίωσης, μεταβάλλεται αντίστοιχα και το μοντέλο του χωρισμού.
Τα περισσότερα ζευγάρια χωρίζουν σήμερα γιατί διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να βιώσουν, για το υπόλοιπο της ζωής τους, την προσωπική ευτυχία στο μέγιστο με το ίδιο άτομο. Αυτή η απόφαση που λαμβάνεται κατόπιν ώριμης σκέψης, δεν προβλέπει συγκρούσεις. Γενικά οι οικογένειες που χωρίζουν δεν διαφέρουν κατά πολύ από εκείνες που δεν χωρίζουν», καταλήγει ο ίδιος. Σύμφωνα με τα ευρήματα της διαχρονικής του έρευνας αποφασιστικό ρόλο σε ένα διαζύγιο παίζει η έλλειψη αμοιβαίου σεβασμού και εκτίμησης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν υπάρχουν παιδιά, οι γονείς μπορούν να συναποφασίζουν με συνυπευθυνότητα σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Υπάρχει βέβαια και μια μειονότητα της τάξης του 10% έως 15% που βιώνουν έντονες συγκρούσεις.
Η συζήτηση με τον Καθηγητή γίνεται με αφορμή το επικείμενο νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια τέκνων, καθώς ο Έλληνας πανεπιστημιακός είναι, μεταξύ άλλων, και εμπειρογνώμονας του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων της Ομόσπονδης Γερμανικής Κυβέρνησης για την νομοθετική ρύθμιση των ζευγαριών του ιδίου φύλου. Ο ίδιος με πληροφορεί πως η απόφαση του Ομόσπονδου Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας το Νοέμβριο του 1982 που είχε να εξετάσει την συνταγματικότητα του Νόμου του 1977 στηρίχτηκε στην πρόταση του για την συνεπιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο. Σύμφωνα με την πρότασή του η ανάθεση της γονικής επιμέλειας των παιδιών μετά το διαζύγιο μόνο σε ένα γονέα προσκρούει στην αρχή της ισότητας μεταξύ των δυο φύλων και έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη του παιδιού, το οποίο χρειάζεται και τους δυο γονείς.
Το δικαστήριο υποχρέωσε την τότε Κυβέρνηση Κολ να αναθεωρήσει τον σχετικό νόμο ώστε να ανταποκρίνεται στις επιταγές του Συντάγματος προβλέποντας την συνεπιμέλεια χωρίς προσφυγή σε δικαστήριο. Αυτός ο νόμος εφαρμόζεται από το 1998. «Έγινε επίσης δεκτή και η δεύτερη πρόταση μου: η επαφή του παιδιού με τους γονείς, μετά το διαζύγιο, να αποτελεί δίκαιο του παιδιού και όχι των γονέων. Δυστυχώς ο νομοθέτης δεν αποδέχθηκε και μια τρίτη πρότασή μου να συμπεριλάβει ψυχολογικές παρεμβάσεις στήριξης των μελών της οικογένειας ώστε ο δικαστής, σε περίπτωση ασυμφωνίας των γονέων, να έχει την δυνατότητα παραπομπής τους σε συμβουλευτικές δομές πριν συνεχιστεί η ακροαματική διαδικασία και εκδοθεί η απόφαση». Η πρόταση αυτή υιοθετήθηκε βέβαια από την Αυστρία, τις ΗΠΑ και από πολλές άλλες χώρες, με εξαιρετικά μέχρι σήμερα αποτελέσματα.
Η συνεπιμέλεια ως η καλύτερη μορφή ανατροφής παιδιών
Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης ισχύει η συνεπιμέλεια και σήμερα διατίθεται μια σειρά μελετών και εκθέσεων που συγκλίνουν στην άποψη ότι αυτό το μοντέλο ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο στις ανάγκες του παιδιού. Ζητώ από τον Έλληνα ειδικό να σχολιάσει κάποια σημεία ενδιαφέροντος του προσχέδιου του νόμου (πηγή: dikastiko.gr), με πρώτο την καθιέρωση του τεκμηρίου του χρόνου επικοινωνίας με τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια: «Σημαντική δεν είναι η ποσότητα του χρόνου αλλά η ποιότητα της σχέσης γονέων και παιδιών. Είναι δικαίωμα του παιδιού να διατηρεί την σχέση και με τους δυο γονείς και είναι υποχρέωση των γονέων να το διευκολύνουν. Από τη στιγμή που το παιδί ξεκινά το Δημοτικό Σχολείο θα πρέπει να του δίνεται η δυνατότητα να αποφασίζει με ποιο γονέα επιθυμεί να μοιραστεί τον διαθέσιμο χρόνο του. Το παιδί δεν είναι κατάκτηση των γονέων αλλά ενεργός συν-δομητής του οικογενειακού συστήματος που δεν διαλύεται από το διαζύγιο, αλλά αντιθέτως αναδιοργανώνεται.
Τα μοντέλα αλληλεπίδρασης του παιδιού με τους γονείς πρέπει να ανταποκρίνονται στις αναπτυξιακές του ανάγκες, να είναι ευέλικτα και κυρίως να συναποφασίζονται με το παιδί», επισημαίνει ο Καθηγητής εξηγώντας ταυτόχρονα πως η συναίνεση των δυο γονέων αφορά μόνο αποφάσεις με διαχρονική σημασία, όπως π.χ. τη σχολική πορεία του παιδιού, τη διαχείριση της περιουσίας του, την υγεία, τη θρησκευτική αγωγή και την αλλαγή τόπου διαμονής. Για τις καθημερινές αποφάσεις υπεύθυνος είναι ο γονέας με τον οποίο βρίσκεται το παιδί την εκάστοτε στιγμή. Σε έκτακτες περιπτώσεις (π.χ. ατύχημα) κάθε γονέας είναι υποχρεωμένος να ενεργεί προς όφελος της ακεραιότητας του παιδιού, ενημερώνοντας και εμπλέκοντας ενεργά συγχρόνως και τον άλλο γονέα. «Για όλα αυτά τα θέματα υπάρχουν ειδικά μοντέλα για τη βοήθεια των γονιών, τα οποία στηρίζονται σε μια 30ετή εμπειρία που αποκτήσαμε από παρεμβάσεις σε πάνω από 10. 000 οικογένειες», καταλήγει.
Αναφορικά με τον όρο της «γονικής αποξένωσης» που εμφανίζεται ο Καθηγητής Φθενάκης υποστηρίζει πως ο συγκεκριμένος όρος δεν αποδίδει ορθά το πολυσύνθετο αυτό φαινόμενο. Οι περισσότερες ερμηνείες που του έχουν δοθεί ως σήμερα, υπήρξαν προβληματικές γιατί το απλοποιούν και αποδίδουν μονομερώς την ευθύνη. «Η γονική αποξένωση εκφραζόμενη ως άρνηση του παιδιού να έχει επαφή με τον ένα γονέα είναι συνέπεια πολύπλοκων διαδικασιών εντός του οικογενειακού συστήματος στις οποίες εμπλέκεται και ο γονέας που αποξενώνεται. Στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο δεν μπορεί να βοηθήσει. Συμβουλευτική παρέμβαση, ακόμη και ψυχολογική υποστήριξη είναι ο ενδεδειγμένος δρόμος», διευκρινίζει ο ίδιος κάνοντας λόγο για μια αλλαγή στο πρότυπο της πατρότητας.
Το φαινόμενο οι πατέρες να επιθυμούν να παραμένουν υπεύθυνοι και ενεργοί στη ζωή των παιδιών τους μετά το διαζύγιο ερμηνεύεται με αλλαγές στα υποκειμενικά σχήματα πατρότητας που έχουν μελετηθεί τα τελευταία 15 χρόνια. «Σε μια εμπειρική έρευνα, αντιπροσωπευτική για τους Γερμανούς άνδρες ηλικίας 22 έως 45 ετών διαπιστώσαμε ότι το 67% αυτών, ανεξαρτήτου ηλικίας, δεν προσδιορίζουν την πατρική τους ταυτότητα με βάση την οικονομική διάσταση (δηλ. ο γονιός που εξασφαλίζει μόνο τα προς το ζην), αλλά με την κοινωνική. Επιθυμούν να συνδυάσουν την εργασία και την οικογένεια δίνοντας προτεραιότητα στην οικογένεια και ιδιαίτερα στη σχέση τους με το παιδί. Παρατηρούμε συνεπώς, ριζικές αλλαγές στη ταυτότητα του άνδρα ως πατέρα», εξηγεί ο Καθηγητής Φθενάκης συμπληρώνοντας πως αυτά τα ευρήματα σε συνάρτηση με πολλές άλλες μελέτες και εισηγήσεις του στάθηκαν η αφορμή για τον επαναπροσδιορισμό της οικογενειακής πολιτικής στη Γερμανία.
Διαμεσολάβηση υπό προϋποθέσεις
Ο Έλληνας εμπειρογνώμονας εφιστά την προσοχή και στη θεσμοθέτηση ενός ειδικού διαμεσολαβητή μεταξύ των γονέων υπό προϋποθέσεις, καθώς, σύμφωνα με τον ίδιο οι εμπειρίες από τη υιοθέτηση αυτού του θεσμού σε διάφορες χώρες δεν είναι ενθαρρυντικές. «Οι οικογένειες προ και μετά το διαζύγιο είναι συστήματα που χρειάζονται ειδική γνώση και συστηματική, πολλές φορές διαχρονική παρέμβαση. Σήμερα διαθέτουμε μια ποικιλία παρεμβάσεων προληπτικού χαρακτήρα, παρεμβάσεων σε συνδυασμό με την δικαστική διαδικασία, προγραμμάτων στήριξης των παιδιών και προληπτικών προγραμμάτων για το δεύτερο γάμο. Στη χώρα μας θα πρέπει να ενθαρρύνουμε την ανάπτυξη ενός θεσμού παρέμβασης-στήριξης της οικογένειας που θα στηρίζεται στην έρευνα γύρω από το διαζύγιο και θα συμπληρώνει τη δικαστική αντιμετώπιση του, καθώς είναι βέβαιο πως από μόνη της δεν αρκεί. Το αν η διαμεσολάβηση θα είναι προαιρετική ή όχι, δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα, όπως δείχνουν οι έρευνες. Σημαντική όμως είναι η ποιότητα αυτής της παρέμβασης. Και εδώ πρέπει να εστιάσουμε».
Ο Καθηγητής Φθενάκης δεν παραλείπει να κάνει και μια μικρή, αλλά ουσιαστική αναφορά και σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης, αλλά υπάρχει εκούσια αναγνώριση του παιδιού ή αναγνώριση μετά από δικαστική απόφαση με αίτηση του πατέρα: «Ο γάμος ως θεσμός χάνει ολοένα την σημασία του. Η Ελλάδα κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στη Ευρώπη με ζευγάρια που συζούν εκτός γάμου και πολλές φορές με παιδιά. Είναι απόλυτα σωστό τα παιδιά να τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης, όπως και οι γονείς τους, ανεξάρτητα από το αν είναι σε έγγαμο θεσμικό καθεστώς ή όχι. Στη Γερμανία αυτό είναι νομικά θεσπισμένο από το 1998».
Ο Έλληνας πανεπιστημιακός υποστηρίζει πως η «εργαλειοποίηση» των παιδιών θα μειωθεί σημαντικά όταν οι γονείς λάβουν το μήνυμα μέσω του Νόμου ότι το διαζύγιο δεν αφορά την οικογένεια, αλλά μόνο αυτό που ένωσε ο γάμος, δηλαδή τη σχέση των συζύγων μεταξύ τους, όταν η επαφή των γονέων με τα παιδιά τους γίνει υποχρέωση, όχι δικαίωμα, καθώς το δικαίωμα θα παραμένει στο παιδί, όταν εξειδικευτούν οι δικαστές σε θέματα οικογενειακού δικαίου (αντιμετώπιση της οικογένειας και κυρίως ρύθμισης των σχέσεων των μελών της κατά τη διάρκεια και μετά το διαζύγιο) και όταν το Κράτος δεν παρεμβαίνει στην οικογένεια. Η παρέμβαση είναι δικαιολογημένη μόνο όταν απειλείται η ανάπτυξη του ανήλικου παιδιού μεσο- και μακροπρόθεσμα από ένα ή και τους δυο γονείς, η οποία δεν μπορεί να αποφευχθεί με σχετικές παρεμβάσεις και όταν υπάρχει η δυνατότητα συμβουλευτικής παρέμβασης με σκοπό την περαιτέρω ανάπτυξη του οικογενειακού συστήματος και την αντιμετώπιση των προκλήσεων, ακόμη και του δεύτερου γάμου.
Ενδοοικογενειακές συγκρούσεις και συνεπιμέλεια
Η εμπειρία των τελευταίων χρόνων, σύμφωνα με τον καθηγητή, επιβεβαιώνει ότι οι οικογενειακές συγκρούσεις προ και κατά τη διάρκεια του διαζυγίου μειώνονται σημαντικά όταν οι γονείς ξέρουν ότι δεν τίθεται θέμα αποκλεισμού κάποιου από τους δύο. Αυτό είναι και το μεγάλο μήνυμα του Νομοθέτη. «Σε περιπτώσεις που η επαφή γονέα και παιδιού εμπεριέχει μεσο- ή μακροχρόνια επικινδυνότητα για το παιδί η συνεπιμέλεια δεν είναι δυνατή. Εκεί επιβάλλεται μια στενή συνεργασία μεταξύ δικαστηρίου και συμβουλευτικών δομών.
Τα δικαστικά όργανα θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικά όταν αποκλείουν ένα γονέα από την επιμέλεια του παιδιού του, εκτός αν έχουν εξαντληθεί όλες οι δυνατές παρεμβάσεις, κατά το διάστημα των οποίων επιβάλλεται η εφαρμογή του μοντέλου της επιβλεπόμενης σχέσης προς αποφυγή κάθε κινδύνου», εξηγεί ο καθηγητής και συνεχίζει: «το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας είναι συστατικό της οικογένειας σε όλες της μορφές της και αποτελεί έκφραση της έντονης δυσλειτουργίας του συστήματος.
Για να αντιμετωπιστεί είναι σημαντικό να ερμηνεύσουμε πρώτα το μοντέλο με το οποίο αναπτύσσεται αυτή η βία, η οποία δείχνει να είναι το αποτέλεσμα πολυδιάστατης και συνήθως μακροχρόνιας διαδικασίας στην οποία εμπλέκεται ενεργά και το «θύμα» (μητέρα, παιδί, αδέρφια). Ο πλέον ακατάλληλος θεσμός για την αντιμετώπισή της είναι τα δικαστήρια. Η διασφάλιση της προστασίας των όποιων «θυμάτων» μέσω εποπτείας και συμβουλευτικής παρέμβασης και ενδεχομένως η θεραπευτική στήριξη του όλου συστήματος θα πρέπει να αποτελεί τον γνώμονα. Τα παιδιά ακόμη και σε περιπτώσεις ισχυρών συγκρούσεων μεταξύ των γονέων τους δεν επιθυμούν το χωρισμό τους, εκτός αν ασκείται έντονη και επικίνδυνη βία μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον».
Σύμφωνα με τον Καθηγητή Βασίλη Φθενάκη ο Νομοθέτης θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός με τις παρεμβάσεις Κρατικών Υπηρεσιών στην οικογένεια. Δεν είναι καθήκον του Κράτους να ορίζει το πως οι γονείς θα ανατρέφουν τα παιδιά τους, ούτε να διερευνά την ωριμότητα ή την καταλληλότητα των γονέων. Η παρέμβαση του Κράτους στη γονική επιμέλεια επιβάλλεται μόνο όταν υφίσταται αναπόφευκτος κίνδυνος για το παιδί ή για έναν γονέα, ο οποίος δεν αντιμετωπίζεται με άλλα μέσα.