Το επιχείρημα ότι “η συνεπιμέλεια μπορεί να λειτουργήσει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρχουν αρμονικές σχέσεις μεταξύ των γονέων” είναι άτοπο καθώς, εάν οι γονείς είχαν αρμονικές σχέσεις, δεν θα χώριζαν.
Η πολυαναμενόμενη μεταρρύθμιση στο Οικογενειακό Δίκαιο, μεταξύ άλλων και με την θέσπιση της συνεπιμέλειας, μόνο θετικό αντίκτυπο μπορεί να έχει στην ψυχική υγεία και ευημερία των παιδιών, στις γονικές σχέσεις, στην οικογένεια, στην κοινωνία γενικότερα και θα θεραπεύσει ένα μείζον ψυχοκοινωνικό πρόβλημα, την γονική αποξένωση που ταλανίζει χιλιάδες πατρικές, κυρίως, οικογένειες καθώς και παιδιά στην χώρα μας, ως απόρροια της αποκλειστικής επιμέλειας σε έναν γονέα.
Ωστόσο, στον δημόσιο διάλογο παρατηρείται μία παλίρροια παραπληροφόρησης και δη από μη ειδικούς, ότι η συνεπιμέλεια δεν θα είναι ωφέλιμη και λειτουργική για τα παιδιά, διότι θα αυξήσει την σύγκρουση και την αντιδικία μεταξύ των γονέων. Ο αντίλογος αυτός είναι αυθαίρετος, δεν βασίζεται σε έγκριτα ερευνητικά δεδομένα, αλλά σε προσωπικές εκτιμήσεις, σε ιδεοληψίες και σε μεροληπτική ερμηνεία της έρευνας σε μία απέλπιδα προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης, για διατήρηση της κείμενης νομοθεσίας της αποκλειστικής επιμέλειας.
Η κείμενη νομοθεσία, ενώ επικαλείται το συμφέρον του παιδιού, ενισχύει τη σύγκρουση και διαιωνίζει το κλίμα πόλωσης ανάμεσα στους πρώην συζύγους, επιχειρεί με μηχανιστικό τρόπο να καθορίσει την αλληλεπίδραση, χωρίς συναίσθημα, δίχως ψυχολογική γνωμάτευση, είναι διεκπεραιωτική και πλημμελής απέναντι στις ανάγκες και τα αιτήματα των καιρών. Το επιχείρημα ότι η συνεπιμέλεια μπορεί να λειτουργήσει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρχουν αρμονικές σχέσεις μεταξύ των γονέων είναι άτοπο καθώς, εάν οι γονείς είχαν αρμονικές σχέσεις, δεν θα χώριζαν.
Μία πολιτική αυτόματης άρνησης της συνεπιμέλειας, όταν ένα ζευγάρι χαρακτηρίζεται ως «υψηλής αντιδικίας» παρέχει κίνητρο τόσο για υπερβολή όσο και για τον πολλαπλασιασμό των συγκρούσεων και δίνει παράλογα δύναμη αρνησικυρίας στον λιγότερο συνεργάσιμο γονέα. Στέλνει το μήνυμα ότι η πρόκληση ή η συντήρηση της αντιδικίας μπορεί να είναι μια αποτελεσματική στρατηγική αποκλεισμού της κοινής επιμέλειας (Kelly, 2012. Warshak, 2011.)
Σύμφωνα με την θεωρία των κοινωνικών συγκρούσεων, οι εντάσεις και οι συγκρούσεις προκύπτουν όταν οι πόροι, το καθεστώς και η εξουσία, κατανέμονται άνισα μεταξύ ομάδων ή ατόμων στην κοινωνία. Η κοινωνική ομάδα ή το άτομο που κατέχει την δύναμη ορίζει και επιβάλλει τους δικούς του κανόνες προς όφελος των συμφερόντων του.
Έτσι και το σύστημα της αποκλειστικής επιμέλειας στον έναν γονέα, διαμορφώνει συνθήκες κινδύνου ανάπτυξης συγκρούσεων, καθώς δίνει την απόλυτη εξουσία στον έναν γονέα σε βαθμό που συχνά κάνει χρήση της επιμέλειας του παιδιού ως οργάνου επιβολής και συναισθηματικής «τιμωρίας» του άλλου γονέα. Φαίνεται ότι η σύγκρουση δεν είναι στατική και σταθερή καθώς το ίδιο το δικαστικό περιβάλλον την υποκινεί και μειώνεται μετά την λήξη των διαφορών (Kelly, 2007).
Έχει παρατηρηθεί ότι, συχνά, οι συγκρούσεις εντείνονται και οι «παθολογικές» άμυνες ισχυροποιούνται, όταν οι γονείς οχυρώνονται πίσω από νομικά επιχειρήματα στην προσπάθεια εκμετάλλευσης και κατάχρησης του νόμου, κυρίως για επιβολή και «έκπτωση» του άλλου γονέα από τον ρόλο του.
Ο γονέας που έχει την αποκλειστική επιμέλεια συνεπικουρούμενος από το δικανικό σύστημα, είναι συνήθως εκείνος που κατεξοχήν συντηρεί τη σύγκρουση, στον βαθμό που δεν νιώθει απαραίτητα την υποχρέωση να ομαλοποιήσει ή να φροντίσει την σχέση με τον άλλον γονέα. Η σύγκρουση δεν είναι στατική και σταθερή, αλλά μάλλον εύπλαστη και δυναμική, υπόκειται σε αλλαγές ως αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, όπως απλώς το πέρασμα του χρόνου (Braver & Lamb, 2018).
Η αποκλειστική επιμέλεια, με τον τρόπο που εφαρμόζεται στην Ελλάδα, όπου ο ένας γονιός (συνηθέστατα η μητέρα) έχει την αποκλειστική ανατροφή και φροντίδα του παιδιού κι ο άλλος γονιός (ο πατέρας) περιορίζεται σε ρόλο επισκέπτη με ελάχιστη επικοινωνία με το παιδί (από 24 ώρες έως 4 ημέρες τον μήνα), ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την ομαλή ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού. Η διατήρηση και ενίσχυση της σχέσης και με τους δυο γονείς, θεωρείται βασικό κριτήριο για μια ισορροπημένη ανάπτυξη του παιδιού (Lamb, 2019).
Η ασύμμετρη συμμετοχή των γονέων στην καθημερινή/ βιωματική ανατροφή του παιδιού ή ο αποκλεισμός (σκόπιμος ή μη) του ενός (συνήθως του πατέρα) και, κυρίως, η εχθρική σχέση που συχνά αναπτύσσεται μεταξύ τους, δημιουργεί «ρήγμα» στον ψυχισμό του παιδιού που όχι μόνο φτωχοποιεί σε πολλά επίπεδα (γνωστικό, συναισθηματικό, κοινωνικό) την λειτουργία του, αλλά, δυνάμει, συνιστά, ένα σοβαρό τραύμα (Britton, 2004· Morgan, 2005· Phares, 2013).
Σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη (2020), «στον ανήλικο συμφέρει περισσότερο μια φροντίδα από δύο άτομα, που ελέγχουν το ένα το άλλο, παρά μια εξουσία ενός μόνο προσώπου, η οποία μπορεί να ρέπει ευκολότερα προς τον αυταρχισμό» και «ο νόμος δεν πρέπει να επιτρέπει την διολίσθηση στην υφιστάμενη πρακτική του αποκλεισμού του ενός γονέα από την ζωή του παιδιού μετά τη διάλυση της έγγαμης συμβίωσης, που ενθαρρύνει την λογική της ιδιοκτησίας του παιδιού από τον γονέα που ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια».
Συνεπώς, το επιχείρημα της διατήρησης της αποκλειστικής επιμέλειας από έναν γονέα, όχι μόνο δεν ωφελεί το παιδί, αντίθετα, του στερεί την δυνατότητα να εξακολουθεί να απολαμβάνει τις ψυχολογικές και συναισθηματικές σταθερές, που βίωνε κατά την συμβίωση των γονέων του, καταλείποντας το ευάλωτο σε όλες τις αρνητικές συνέπειες που επιφέρει η ανατροπή σημαντικών συναισθηματικών δεσμών με έναν από τους γονείς του, στην συμπεριφορική και ψυχοσυναισθηματική του εξέλιξη (Συνήγορος του πολίτη, 2020).
Επιπλέον, συντηρεί κι αυξάνει τις συγκρούσεις και την αντιδικία, και σε έναν μεγάλο βαθμό, οδηγεί στην γονική αποξένωση που συνιστά κακοποίηση του παιδιού.
Αντίθετα, η έρευνα επιβεβαιώνει ότι οι οικογενειακές συγκρούσεις προ και κατά την διάρκεια του διαζυγίου, μειώνονται σημαντικά, όταν οι γονείς ξέρουν ότι δεν τίθεται θέμα αποκλεισμού κάποιου από τους δύο από την φροντίδα του παιδιού. Η θέσπιση ενός μοντέλου συνεπιμέλειας (τόσο με την έννοια της νομικής ισότητας, όσο και με την έννοια του ίσου χρόνου με εναλλασσόμενη κατοικία) με την αντίστοιχη Συμβουλευτική διαμεσολάβηση από ειδικούς ψυχικής υγείας, μπορεί να μειώσει τις «τεχνητές» εντάσεις ή τις εγωιστικές / εκδικητικές τάσεις του ενός γονέα προς τον άλλον (ΕΛΨΕ, 2020. Κruk, 2012).
Η Συνεπιμέλεια εξισορροπεί και μειώνει την σύγκρουση. Παράλληλα, λειτουργεί και σε υψηλό επίπεδο συγκρουσιακών σχέσεων. Με την υιοθέτηση του «κανόνα» της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας στο σύνολό της και μετά τον χωρισμό των γονέων, το Οικογενειακό μας Δίκαιο μπορεί να επιτελέσει την διακηρυκτική και παιδαγωγική λειτουργία του, δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις για την άσκηση της γονικής μέριμνας έχουν «κατεξοχήν παιδαγωγικό χαρακτήρα»(Δεληγιάννης, 1989).
Όταν οι γονείς θα εκπαιδεύονται από δικαστές, δικηγόρους και ειδικούς ψυχικής υγείας στο ότι η συνεπιμέλεια είναι ωφέλιμη και εξισορροπητική, η αντίθεσή τους συχνά εξαφανίζεται. Για παράδειγμα, όταν ένας δικηγόρος ή ένας ψυχολόγος συμβουλεύει έναν διαζευγμένο γονέα ότι η συνεπιμέλεια είναι καλή για τα παιδιά και ότι η συνεπιμέλεια θα απονεμηθεί στο δικαστήριο, αυτό αλλάζει όχι μόνο την στρατηγική διαπραγμάτευσης των γονέων, αλλά και τον τρόπο που σκέφτονται για τον άλλο γονέα.
Οι περισσότεροι γονείς μπορούν να μάθουν με επιτυχία να ελαχιστοποιούν τις συγκρούσεις, όταν έχουν κίνητρο να το κάνουν και η συνεπιμέλεια παρέχει αυτό το κίνητρο, δηλαδή, ωφελούνται όλοι, τα παιδιά και οι γονείς. Προτεινόμενοι τρόποι διαχείρισης των συγκρούσεων (Warshak, 2014):
• Η συμβουλευτική διαμεσολάβηση από ψυχολόγο ή επιστήμονα ψυχικής υγείας, με τεκμηριωμένη κατάρτιση και εμπειρία σε ανάλογα πεδία, μπορούν να βοηθήσουν τους γονείς να διαχειριστούν την σύγκρουση καλύτερα. Οι παρεμβάσεις μπορούν, επίσης, να μετριάσουν τον βαθμό σύγκρουσης μεταξύ των γονέων, ακόμη και όταν συμμετέχει μόνο ένας από τους γονείς.
• Οι γονείς θα πρέπει να ενθαρρύνονται να δημιουργήσουν σχέδια ανατροφής παιδιών μέσα από μια συνεργατική διαδικασία που αυξάνει την πιθανότητα ότι και οι δύο θα είναι ικανοποιημένοι με το σχέδιο και θα μπορούν να το στηρίζουν χωρίς αμφιθυμία.
• Οι μεγαλύτερες περίοδοι χρόνου του παιδιού με κάθε γονέα μειώνουν τον αριθμό των μεταβάσεων του παιδιού από γονέα σε γονέα. Για παράδειγμα, μια τρίωρη επικοινωνία σημαίνει ότι το παιδί θα κάνει δύο αλλαγές την ημέρα μεταξύ γονέων. Απλά αλλάζοντας τη τρίωρη επικοινωνία σε τρεις διανυκτερεύσεις μειώνονται οι αλλαγές μεταξύ σπιτιών σε μία την ημέρα.
• Η πραγματοποίηση των μεταβάσεων σε ουδέτερα σημεία όπου δεν θα είναι παρόντες και οι δύο γονείς την ίδια στιγμή. Για παράδειγμα, τα παιδιά μπορούν να παραδίδονται στο σχολείο από τον έναν γονέα και να παραλαμβάνονται από τον άλλον. Αυτό προστατεύει τα παιδιά από την έκθεση στη γονική σύγκρουση. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο παράλληλη παρά σε συνεργατική γονική ανατροφή, η οποία μπορεί να είναι χρήσιμη σε πολλές περιπτώσεις.
• Στον βαθμό που η αντιδικία προκαλείται από έναν πατέρα που αντιτίθεται στις προσπάθειες της μητέρας να περιορίσει τη συμμετοχή του στην ανατροφή του μικρού παιδιού, θα πρέπει να γίνονται προσπάθειες να εκπαιδευτεί η μητέρα για τα οφέλη που έχει για το παιδί η ισχυροποίηση του δεσμού με τον πατέρα με την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή του.
• Και οι δύο γονείς θα πρέπει να ενθαρρύνονται να καταλάβουν τη συναισθηματική δυσκολία που εμπεριέχεται στο να είσαι μακριά από το μικρό παιδί για παρατεταμένες χρονικές περιόδους.
Όλες οι συγκρούσεις δεν είναι τοξικές για τα παιδιά και η έκθεση σε κάποιον βαθμό διαφωνίας μεταξύ των γονέων μπορεί στην πραγματικότητα να προωθήσει την προσαρμοστικότητα των παιδιών.
Η εμπειρία των χωρών, όπου έχει εφαρμοστεί η συνεπιμέλεια, δεικνύει ότι οι συγκρούσεις μειώθηκαν. Στην Αυστραλία, οι προσφυγές στα οικογενειακά δικαστήρια μειώθηκαν (-58,6%,) μέσα σε δύο έτη. Στην Καταλονία οι προσφυγές για αντιδικία μειώθηκαν (-12.22%,) μέσα σε τρία έτη και στην Βαλένθια (-13,9%), μέσα σε δύο έτη.
Η συνεπιμέλεια μπορεί να λειτουργήσει και σε υψηλά επίπεδα συγκρουσιακών σχέσεων. Η μελέτη Stanford (Maccoby & Mnookin, 1992) απέδειξε ότι τα παιδιά των ρυθμίσεων κοινής ανατροφής, συγκρινόμενα με άλλα παιδιά, ήταν πιο ικανοποιημένα με το σχέδιο επιμέλειας και παρουσίασαν την βέλτιστη προσαρμογή σε βάθος χρόνου, ακόμη και σε αρχικά επίπεδα γονικής εχθρότητας. Πράγματι, για το 80% των οικογενειών της κοινής ανατροφής, ένας ή και οι δύο γονείς αρχικά δεν ήθελαν ούτε συμφωνούσαν με αυτή την ρύθμιση (Fabricius et al., 2012.
Μια μετα-ανάλυση 33 μελετών ανέφερε καλύτερη συναισθηματική, συμπεριφορική και ακαδημαϊκή λειτουργία για τα παιδιά της κοινής επιμέλειας συγκριτικά με αυτά της αποκλειστικής επιμέλειας, ανεξάρτητα από το επίπεδο σύγκρουσης των γονέων (Bauserman, 2002). Οι αρνητικές επιπτώσεις της γονικής σύγκρουσης φάνηκε ότι πιθανώς είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι πατέρες χάνουν την επαφή με τα παιδιά τους σε καταστάσεις υψηλών γονικών συγκρούσεων.
Μια σύγχρονη ανασκόπηση 27 μελετών (Νielsen, 2017) έδειξε ότι τα παιδιά ωφελούνται σημαντικά από την συνεπιμέλεια ακόμη και σε περίπτωση υψηλών επιπέδων σύγκρουσης μεταξύ των γονέων. Από τα ευρήματα της Bergstrom (2015), συμπεραίνεται ότι η κοινή επιμέλεια ωφελεί τα παιδιά ακόμη κι όταν ένας από τους δύο γονείς αρχικά αντιτίθεται. Παρομοίως, η Nielsen (2017) εξέτασε 6 διαφορετικές μελέτες που δείχνουν ότι τα παιδιά ωφελήθηκαν σημαντικά από την κοινή επιμέλεια ακόμη κι όταν ο ένας γονέας αντιτάχθηκε αρχικά στο σχέδιο της κοινής επιμέλειας.
Σε ένα συνέδριο δώδεκα (12) διεθνών ερευνητών, ειδικών σε θέματα επιμέλειας, συμφωνήθηκε ευρέως ότι η κοινή επιμέλεια θα πρέπει να αποτελεί νομικό τεκμήριο, και ότι κατ’ ελάχιστο το 35% του χρόνου του παιδιού θα πρέπει να κατανέμεται σε κάθε γονέα με εναλλασσόμενη κατοικία, ώστε το παιδί να δρέπει τα οφέλη, και ότι η ύπαρξη σύγκρουσης μεταξύ των γονέων ή εναντίωσης από τον ένα γονέα στην κοινή επιμέλεια δεν θα πρέπει να αποτελεί λόγο για την αποτροπή ή αντίκρουσή της (Braver & Lamb,2018).
Σε μία άλλη έρευνα, διαπιστώθηκε ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της γονικής σύγκρουσης στα παιδιά εξομαλύνονται από τη συμμετοχή των πατέρων στην ανατροφή τους, η οποία συνδέεται με προσαρμοστική συμπεριφορά των παιδιών. Ενώ η μη εμπλοκή του πατέρα συνδέεται με προβλήματα συμπεριφοράς του παιδιού (Pruett, 2003).
Οι Fabricious & Luecken (2007) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η συνεπιμέλεια είναι ευεργετική για τα παιδιά σε καταστάσεις τόσο χαμηλής όσο και υψηλής σύγκρουσης, μία πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι η παρουσία του πατέρα είναι απαραίτητη και σε περιπτώσεις υψηλών επίπεδων γονικής σύγκρουσης (Feresin, 2020). Σύμφωνα με την διαχρονική μελέτη του Παπάνη (2015 – 2020), η συνεπιμέλεια συνδέεται με την αυτοεκτίμηση, την ποιότητα ζωής και την ψυχική υγεία των παιδιών, και τα επιχειρήματα των συγκρούσεων καταδείχτηκαν αίολα.
Συνοψίζοντας, η αποκλειστική επιμέλεια συνιστά βάρβαρη επέμβαση στις σχέσεις γονέων και τέκνων, διαμορφώνει συνθήκες ανάπτυξης των συγκρούσεων και ενίοτε, οδηγεί στην γονική αποξένωση με τραυματικές συνέπειες στην ζωή του παιδιού. Αντίθετα, η συνεπιμέλεια με κοινή ανατροφή δεν επεμβαίνει στις σχέσεις γονέων και τέκνων και τις διατηρεί όπως ήταν πριν από τον χωρισμό του ζευγαριού, σχετίζεται με μείωση την έντασης και των συγκρούσεων ανάμεσα στους γονείς και προαγωγή της συνεργασίας μεταξύ τους, αλλά λειτουργεί και σε διαζύγια υψηλής σύγκρουσης με αντιδικία και προάγει την ψυχική υγεία κι ευημερία του παιδιού.
Όσον αφορά την ρύθμιση της συνεπιμέλειας κατά τεκμήριο νόμου προτείνεται από τους ειδικούς (Braver &Lamb, 2018) καθώς κρίθηκε ενισχυτική για την σταθερότητα του γονικού ρόλου, προωθήθηκε δε από τον νομοθέτη στη Σουηδία από το 1998, προκειμένου να επηρεάσει τις στάσεις των γονέων και να εδραιώσει την ιδέα ότι «ο γάμος ή η συμβίωση μπορεί να διαλυθούν, ο γονικός ρόλος όμως υπάρχει για μια ζωή» (Agell,1998).
Τέλος, σύμφωνα με τον Συνήγορο του πολίτη (2020) η νομοθετική ρύθμιση οφείλει να μεταφέρει ένα ισχυρό μήνυμα προς τους γονείς, πρωτίστως, και τους εφαρμοστές του Δικαίου, για το ότι η γονική μέριμνα και η κοινή φροντίδα αποτελεί καθήκον των γονέων απέναντι στα παιδιά, η εκπλήρωση του οποίου δεν μπορεί να εξαρτάται από την συμφωνία ενός εκάστου μέρους, και ευθύνη, από την οποία δεν μπορούν να απαλλαγούν με την επίκληση της κακής εξέλιξης της μεταξύ τους συμβίωσης.
Μαρία Καπερώνη
Κλινικός Ψυχολόγος Παιδιών κι Εφήβων, ΜSc, ΑΠΘ,
EuroPsy (European Certificate in Clinical & Health Psychology)
ΓΝΘ Ιπποκράτειο-Παιδοψυχιατρική κλινική