LawNet 15 Μαρτίου 2021
Δείτε το πρωτότυπο ΕΔΩ
Ανδρέας Αναγνωστάκης
Δικηγόρος – Ποινικολόγος
Το σχέδιο του νομοσχεδίου για την “συνεπιμέλεια” που οδηγείται προς ψήφιση, ως διατυπώνεται κατά περιεχόμενο, είναι ανεπαρκές και ατελέσφορο.
Δεν άπτεται της επίλυσης των κορυφαίων ζητημάτων, της κατάλυσης της επικοινωνίας του ενός γονέα παρά του άλλου, με τα παιδιά του. Και της γονικής αποξένωσης που εξελίσσεται σε σύγχρονη μάστιγα.
Χωρίς την επίλυση αυτή, η συνεπιμέλεια θα είναι έωλη.
Ενδεικτικά επικαλούμαι ότι το σχέδιο προβλέπει, πως είναι δυνατόν, να αποκλειστεί ή να περιοριστεί, η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας που εισάγει, (γνωστή συνεπιμέλεια) όταν ο γονέας, έχει καταδικαστεί για παράβαση του Ν. 3.500/2006. Δηλαδή για ενδοοικογενειακή βία.
Αυτός ο αποκλεισμός είναι άστοχος.
Διότι, η απόφαση των ποινικών δικαστηρίων, είναι κρίση, παρά μη ειδικών περί τα κεφάλαια των αιτίων και συνεπειών, της κατάλυσης της επικοινωνίας και της επιβολής της γονεϊκής αποξένωσης.
Υπόκειται στις περιπτώσεις του δικαστικού λάθους. Αφού τις περισσότερες φορές θεμελιώνεται, σε πληρωμένες βεβαιώσεις πλανόδιων “ειδικών” που εκδίδονται, κατ’ ευθυγράμμιση, με τις υπαγορεύσεις του προσώπου, “που πληρώνει”.
Εξ άλλου οι αποφάσεις αυτές, υπόκεινται και στη διαπλοκή.
Εκτός από το γνωστό “παραδικαστικό” δεν μπορεί ν’ αγνοήσει κανείς, την περίπτωση του εν ενεργεία, Εφέτη ο οποίος έχει κόρη από μητέρα επίσης Δικαστικό.
Ο Εφέτης αυτός σε αναφορά του, προς τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Δικαιοσύνης που ήλθε στη δημοσιότητα, καταγγέλει μεταξύ των άλλων, πως στην προσωπική του περίπτωση, οι δικαστικές αποφάσεις δεν αποτελούν εγγυήσεις ευθυκρισίας και αμεροληψίας. Και πως συνεπεία των ελλείψεων αυτών, “έχει αντικρύσει μόνο επτά φορές, από μία ώρα κάθε φορά, την εξάχρονη κόρη του”.
Αναφέρει πως σε τέτοιες αποφάσεις, έχει εξεταστεί ως μάρτυρας κατά της πατρικής πλευράς, ακόμη και Αρεοπαγίτης και στη συνέχεια Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου.
Οπότε διερωτάται: Τι μπορεί ν’ αποφασίσει η δικάζουσα Πρωτοδίκης Δικαστής, κόντρα προς την μαρτυρική αυτή κατάθεση;
Η άνω αναφορά, περιέχει πολλά περιστατικά παθογένειας, των δικαστικών αποφάσεων που πρέπει να τύχουν ενδελεχούς μελέτης και αξιολόγησης παρά της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.
Σε κάθε περίπτωση, η Δικαστική απόφαση, σκοπό έχει την ατομική και γενική πρόληψη της αξιόποινης πράξης.
Όχι την κατάλυση του “ενδόμυχου είναι” μεταξύ του γονέα και του παιδιού, που αποτελούν οι μεταξύ τους σχέσεις και τα μεταξύ τους συναισθήματα.
Για να υπάρχει περιορισμός, -ποτέ αποκλεισμός επικοινωνίας- της “συνεπιμέλειας”, πρέπει να συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι επικινδυνότητας στο πρόσωπο του γονέα.
Τέτοιοι είναι: Οι σοβαρές ψυχικές διαταραχές. O καθ’ έξη αλκοολισμός. Η χρήση ψυχοφαρμάκων με βίαιες παρενέργειες. Η εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες. Η διαταραχή προσωπικότητας κ.λ.π.
Την συνδρομή των εξαιρετικών τούτων λόγων και την επικινδυνότητα που εμπεριέχουν για τα παιδιά, πρέπει να διαπιστώνει Υπηρεσία “ειδικού σκοπού” που πρέπει να συσταθεί και να στελεχώνεται, από επαγγελματίες Ψυχολόγους, Ψυχιάτρους, Παιδοψυχίατρους, Παιδιάτρους και Κοινωνικούς Λειτουργούς.
Αυτή θα ενεργεί, με χρήση όλων των σύγχρονων μέσων του γνωστικού αντικειμένου της κάθε περίπτωσης. (π.χ ψυχομετρικά διαγνωστικά τεστ κ.λ.π.) Και θα συντάσσει ενιαίο Πρωτόκολλο ενεργειών, διαγνώσεων, θεραπειών και αποκατάστασης.
Τούτο το Πρωτόκολλο, θ’ αποτελεί Προδικασία, για το Δικαστήριο.
Αυτά περίπου, παραθέτει σε δημοσιευμένα σχετικά πονήματά του και ο συνάδελφος δικηγόρος Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, με τα οποία συμφωνώ απόλυτα.
Από την ίδια Υπηρεσία “ειδικού σκοπού”, πρέπει να διαπιστώνεται και η συνδρομή των περιστάσεων παιδικής κακοποίησης, που έχει δικαστικό ενδιαφέρον.
Οι δικαστικές αποφάσεις, δεν εγγυώνται την αλήθεια και την ορθότητα του αποδεικτικού υλικού, στο οποίο εδράζονται, για την συνδρομή τέτοιων περιστάσεων και καταδικών. (Ψεύτικες μηνύσεις, Ψευδομαρτυρίες, διφορούμενα χαρτιά ιδιωτών ιατροδικαστών κ.λ.π.) Κατά κανόνα, δεν δέχονται στο ακροατήριο, ακρόαση από το φερόμενο ως κακοποιηθέν ανήλικο. Έτσι δεν εγγυώνται, ούτε την επιστημονικά ορθή εκτίμηση, επί των ζητημάτων τούτων.
Επομένως η σύσταση και λειτουργία τέτοιας Υπηρεσίας είναι αδιαπραγμάτευτη. Και επείγουσα.
Αν παραλειφτεί η συγκρότηση και λειτουργία της, θα υπάρξει μεταξύ των άλλων και αποκλειστική καταφυγή του ενός γονέα στην παραγωγή και χρήση στα Δικαστήρια, πλαστών περιστάσεων ενδοοικογενειακής βίας στα παιδιά. Διότι, θα είναι, ο μόνος στέρεος λόγος αποκλεισμού της συνεπιμέλειας.
Θα γίνονται σκηνοθεσίες, σκευωρίες, αναφορές και μηνύσεις, κατά του άλλου γονέα νέας και παλαιάς μορφής. Οι περισσότερες ψευδείς. Θα παρουσιαστεί μεγάλος συνωστισμός και φόρτος στα Ποινικά δικαστήρια. Ο οποίος μεταξύ των άλλων θ’ αποτελεί χρόνο και αιτίες, ψυχικής και συναισθηματικής “κακοποίησης” των παιδιών.
Σημειώνω, πως Γυναίκα Δικαστής της Βαρκελώνης, -Εφέτης και αυτή- δηλώνει πως “πολλές πράξεις ενδοοικογενειακής κακοποίησης παιδιών είναι ψευδείς, από γυναίκες, μόνο και μόνο, για ν’ αποκτήσουν πλεονεκτική θέση στα Διαζύγια, στην Επιμέλεια των παιδιών, στην Επικοινωνία, ή για να επιτύχουν Οικονομικά οφέλη. Και σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις και διαδικασίες, χρησιμοποιούν ως όργανα τα παιδιά.
Η Εφέτης συμπερασματικά επισημαίνει: “Μία εθνική τραγωδία εξελίσσεται στην Ισπανία. Τα δικαστήρια δέχονται κατά 90% ψεύτικες κατηγορίες (μηνύσεις) από γυναίκες κατά των ανδρών, με χρήση των παιδιών.”
Και βέβαια η άνω “ειδική Υπηρεσία”, πρέπει να περιλαμβάνει στο Πρωτόκολλο που θα συντάσσει, τις συνθήκες κάμψης της άρνησης, του ενός γονέα να εκτελούνται οι δικαστικές αποφάσεις όταν εκδίδονται.
Επ’ αυτού του σημείου, έχω να παρατηρήσω, πως πίσω από την άρνηση κάθε παράδοσης του παιδιού για επικοινωνία και πολύ περισσότερο για “συνεπιμέλεια” και πίσω από την ενέργεια κάθε πράξης πατρικής αποξένωσης, υφέρπουν διαζευκτικά:
Είτε, λόγοι ανήθικου πλουτισμού από εκβιασμούς για αποζημιώσεις, τεράστιες διατροφές κ.λ.π. εκ μέρους κυρίως των μητέρων, είτε, συνδρομή ψυχοπαθολογίας. Δηλαδή, ψυχικής διαταραχής και διαταραχής προσωπικότητας.
Σε κάθε περίπτωση, στις αρνήσεις και πράξεις αυτές, ενυπάρχει εξάντληση του αυτοελέγχου. Και απογύμνωση υγιών αισθημάτων.
Ο μόνος στέρεος τρόπος, ν’ αλλάξει ο αρνητής γονέας, συμπεριφορά και τακτική, είναι να αντιληφθεί και ο ίδιος ότι έχει πράγματι, το συγκεκριμένο πρόβλημα. Και πως ότι κάνει καταστρέφει τον εαυτό του, τα παιδιά το περιβάλλον του. Και αργότερα την κοινωνία. Χρειάζεται απαραιτήτως βοήθεια. Αυτήν, θα την παρέχει η “Υπηρεσία ειδικού σκοπού”.
Αυτή πρέπει να προηγείται κάθε δικαστικής παρέμβασης.
Χωρίς αυτήν, το νομοσχέδιο, θα αποτελεί ευπαθή κορμό. Χωρίς βηματισμό και βραχίονα.