Του Παναγιώτη Αλεξόπουλου
Στην Ελλάδα υπάρχουν πολίτες δύο διαβαθμίσεων. Στην πρώτη ανήκουν αυτοί που έχουν ίσα δικαιώματα με όλους τους άλλους σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους και στη δεύτερη αυτοί που έχουν λιγότερα δικαιώματα από τους πρώτους, πάλι σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους, αλλά και εμπεδωμένες δικαστικές πρακτικές.
Η άποψη αυτή φαντάζομαι πως θα προκαλέσει την αγανάκτηση πολλών αναγνωστών που θα τη θεωρήσουν ένα λεκτικό σχήμα με σκοπό τον εντυπωσιασμό. Πιθανόν να αντιτάξουν, πως σύμφωνα με το Άρθρο 4 του Συντάγματος «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και πως «Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Έχουν όμως;
Διαβάζοντας προσεκτικότερα το Σύνταγμα της Ελλάδας, διαπιστώνουμε ότι η ισχύς του Άρθρου 4 δεν είναι καθολική, καθώς στο Άρθρο 21 προβλέπεται ότι: «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Παρατηρήσατε ότι δεν προστατεύεται η πατρότητα, ενώ προστατεύεται η μητρότητα; Μήπως λοιπόν το Άρθρο 21 εισάγει μια δυσμενή διάκριση με βάση το φύλο των πολιτών; Κάποιοι βέβαια θα διαφωνήσουν και πάλι, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η μητρότητα είναι ουσιαστικά διαφορετική από την πατρότητα, καθώς μόνο οι γυναίκες έχουν προικιστεί από τη φύση με τα δώρα της εγκυμοσύνης, του τοκετού και της γαλουχίας, περιόδους ιδιαίτερα ευαίσθητες κατά τη διάρκεια των οποίων πράγματι έχουν ανάγκη αυξημένης προστασίας. Όμως το Άρθρο 21 αναφέρεται στη μητρότητα γενικά, και όχι στην πρώτη περίοδο της μητρότητας. Η μητρότητα και η πατρότητα όμως, δεν είναι λειτουργίες που αφορούν μόνο την ανατροφή του παιδιού κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του. Αφορούν το σύνολο της στοργής, αγάπης, ανατροφής, εκπαίδευσης, καθοδήγησης, νομικής εκπροσώπησης, αστικής ευθύνης και κοινωνικοποίησης που προσφέρουν οι γονείς στα παιδιά τους μέχρι να ενηλικιωθούν (κατά τη στενή – νομική έννοια των όρων), αλλά και μετά από αυτήν κατά την ευρύτερη έννοια. Συνεπώς είναι εύλογο νομίζω το ερώτημα γιατί να μην τελεί υπό την προστασία του Συντάγματος και η πατρότητα μαζί με την μητρότητα, ως απαραίτητα συστατικά στοιχεία στην ανάπτυξη της οικογένειας.
Αντιλαμβανόμενοι την «παράλειψη» αυτή στο Σύνταγμα, ήδη από το 2006, οργανώσεις για την αποκατάσταση της πατρότητας πρότειναν στα ελληνικά κόμματα την προσθήκη δύο μόνο λέξεων στο Άρθρο 21, ώστε να τελεί και η πατρότητα υπό την προστασία του Συντάγματος. Η εισήγηση αυτή όμως δεν εισακούστηκε από κανένα κόμμα, με αποτέλεσμα να μην κατατεθεί καν στις προτάσεις τους για τη συνταγματική αναθεώρηση μια πρόταση που αφορά την πλειοψηφία των Ελλήνων, παιδιών, πατέρων και μητέρων. Η «παράλειψη» αυτή δε σχετίζεται μόνο θεωρητικά με το ζήτημα της ισότητας των δικαιωμάτων των πολιτών και την ηθική τάξη των πραγμάτων.
Σε αυτήν στηρίχθηκε στο παρελθόν μια πλήρης σειρά διακρίσεων εις βάρος των πατεράδων και κατ’ επέκταση των παιδιών τους, όσον αφορά συνταξιοδοτικά, προνομιακά και άλλα δικαιώματα. Το κράτος θα μπορούσε να αυξήσει τα επιδόματα τοκετού, τις άδειες λοχείας και να λάβει μέτρα για την άρση των αντικινήτρων πρόσληψης γυναικών -που κάποια στιγμή θα τεκνοποιήσουν- στον ιδιωτικό τομέα, αν ήθελε να ενισχύσει τις μητέρες κατά την ευαίσθητη περίοδο. Τα συνταξιοδοτικά προνόμια των μητέρων όμως δεν σχετίζονται με την ιδιαιτερότητα της μητρότητας σε σχέση με την πατρότητα τους 9 μήνες πριν και τα 1-2 χρόνια μετά την γέννηση ενός παιδιού. Ούτε φυσικά και το ισόβιο επίδομα πολύτεκνης μητέρας το οποίο όμως δεν λαμβάνουν οι πολύτεκνοι πατέρες, βοηθάει τις μητέρες κατά την κρίσιμη περίοδο που γίνονται μητέρες. Ακριβώς λοιπόν επειδή τέτοιου είδους διακρίσεις δεν στηρίζονται σε πραγματικές διαφορές, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέπεμψε στα τέλη του 2007 την Ελλάδα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) για παραβίαση του Άρθρου 141 της Συνθήκης «περί ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών», αφού διαπίστωσε ότι στην Ελλάδα άνδρες και γυναίκες δημόσιοι υπάλληλοι αντιμετωπίζονται διαφορετικά (δηλαδή οι άνδρες δυσμενέστερα) όσον αφορά τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησής τους (ηλικία, χρόνια προϋπηρεσίας, πατρότητα έναντι μητρότητας). Το ελληνικό πολιτικό, συνδικαλιστικό και εκδοτικό κατεστημένο θορυβήθηκε τότε, εστιάζοντας όμως την προσοχή του, μόνο στο ένα μέρος του ζητήματος, στο γεγονός ότι η παραπομπή της χώρας μας στο ΔΕΚ θα μπορούσε να αποτελέσει τη θρυαλλίδα μεταβολών που θα επιδείνωναν τα κεκτημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των μητέρων και των γυναικών γενικότερα. Είναι όμως εντυπωσιακό ότι κανένα ελληνικό κόμμα ή συνδικαλιστική οργάνωση δεν θορυβήθηκε ιδιαίτερα την τελευταία 30ετία για την ισχύ πρωτοφανών δυσμενών διακρίσεων εις βάρος των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των πατεράδων. Κανένας δεν απαίτησε τη συνταξιοδότηση των πατέρων ανηλίκων παιδιών μετά από 15 χρόνια υπηρεσίας στο δημόσιο τομέα, όπως ίσχυε όχι πολύ παλαιότερα για τις εργαζόμενες μητέρες. Ούτε ποτέ κανένα ελληνικό κόμμα δεν εξανέστη για το αίσχος χήροι πατέρες ανηλίκων παιδιών άνω των 50 ετών, με σοβαρά προβλήματα υγείας να μην δικαιούνται να βγουν στη σύνταξη, την ίδια στιγμή που μητέρες ανηλίκων παιδιών ηλικίας 37 ετών (!) απολάμβαναν τη σύνταξή τους ανεξαρτήτως της κοινωνικής, οικογενειακής ή οικονομικής κατάστασής τους. Και τίθεται εύλογα το ερώτημα: τα παιδιά ενός χήρου πατέρα γιατί να μην δικαιούνται το προνόμιο της αυξημένης φροντίδας που απολαμβάνουν τα παιδιά μιας παντρεμένης μητέρας ή μιας μητέρας που επέλεξε να μην παντρευτεί; Νομίζω πως ο φόβος ότι η πλήρης εξίσωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων πατέρων και μητέρων, ανδρών και γυναικών, θα επέφερε σημαντική επιβάρυνση του Κρατικού Προϋπολογισμού κατά τα επόμενα χρόνια είναι η κυριότερη αιτία που οδήγησε τα ελληνικά κόμματα στην απόρριψη της πρότασης για συνταγματική προστασία της πατρότητας, σε συνδυασμό φυσικά με το κακώς νοούμενο πολιτικό κόστος από την κατάργηση κεκτημένων δικαιωμάτων ομάδων, που βρίσκονται όμως σε ευνοϊκότερη θέση από άλλες ομάδες πολιτών.
Πρέπει να επισημάνουμε επίσης άλλη μια σημαντική δυσμενή διάκριση που υποκρύπτει η παράλειψη της προστασίας της πατρότητας από το Άρθρο 21 του Συντάγματος: τη διάκριση με βάση την οικογενειακή κατάσταση. Οι παντρεμένοι πατέρες «τελούν υπό την προστασία του κράτους» έστω και έμμεσα, αφού προστατεύεται ο γάμος, ενώ για τους χωρισμένους πατέρες αυτό είναι αβέβαιο, ιδιαίτερα αν δεν ασκούν την επιμέλεια των παιδιών τους (κατά συντριπτικό ποσοστό όπως θα δούμε παρακάτω), καθώς μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν έχουν οικογένεια. Εξάλλου, πουθενά δεν υπάρχει στο Σύνταγμά μας σαφής ορισμός της οικογένειας. Οι δυσμενείς διακρίσεις με βάση το φύλο, εις βάρος βέβαια και πάλι των πατεράδων, συνεχίζονται όμως και στη νομοθεσία μας. Το Άρθρο 1515 του Αστικού Κώδικα -που αναφέρεται στα παιδιά γονέων που δεν έχουν παντρευτεί- προβλέπει ότι για αυτά που έχουν ήδη αναγνωριστεί από τον πατέρα τους «αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας, που όμως την ασκεί αν υπάρχει συμφωνία των γονέων κατά το άρθρο 1513 (σημείωση: δηλαδή αν λάβει την «έγκριση» της μητέρας η οποία αυτομάτως ασκεί την γονική μέριμνα) ή αν έπαψε η γονική μέριμνα της μητέρας, ή αν αυτή αδυνατεί να την ασκήσει για νομικούς ή πραγματικούς λόγους. Με αίτηση του πατέρα στο δικαστήριο μπορεί και σε κάθε άλλη περίπτωση, να αναθέσει και σε αυτόν την άσκηση της γονικής μέριμνας ή μέρους αυτής, εφόσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου.» Να σημειώσουμε εδώ ότι η άσκηση της γονικής μέριμνας είναι αυτό που κοινώς ονομάζουμε «επιμέλεια» των παιδιών. Σύμφωνα με το Άρθρο 1515 ΑΚ δηλαδή, ο πατέρας ενός παιδιού που δεν είναι παντρεμένος, για να ασκήσει το φυσικό του δικαίωμα και την φυσική και πανανθρώπινη υποχρέωσή του να αναθρέψει όπως νομίζει καλύτερα τα παιδιά του, είναι υποχρεωμένος να το ζητήσει από το δικαστήριο, με το αντίστοιχο φυσικά κόστος δικαστικών και νομικών εξόδων και αβέβαιο αποτέλεσμα. Ιστορικά, η ανατροφή – επιμέλεια των παιδιών στις σχετικά ελεύθερες κοινωνίες αποτελούσε πάντα δικαίωμα και υποχρέωση των γονέων. Αντίθετα, τα αυταρχικά-απολυταρχικά καθεστώτα (π.χ. αρχαία Σπάρτη, Φασισμός-Ναζισμός- Σταλινισμός με την υποχρεωτική συμμετοχή των παιδιών στις οργανώσεις «νεολαίας» και η Τουρκοκρατία με το παιδομάζωμα) ανέκαθεν προσπαθούσαν να αφαιρέσουν το δικαίωμα αυτό μερικά ή ολικά από τους γονείς, προκειμένου να αναθρέψουν μια νέα γενιά πειθήνια όργανα του καθεστώτος. Το Άρθρο 1515 ΑΚ φαίνεται δυστυχώς να ολισθαίνει προς την ιδεολογία των απολυταρχικών καθεστώτων περί επέμβασης του κράτους στην ανατροφή των παιδιών, αφαιρώντας αυτόματα από τον ένα γονιό το δικαίωμα και την υποχρέωση της ανατροφής των παιδιών του, και αντικαθιστώντας το με αποφάσεις δικαστηρίων, δηλαδή του κράτους. Το Άρθρο 1515 ΑΚ εισάγει ταυτόχρονα ενός ακόμη τύπου δυσμενή διάκριση, τη διάκριση των παιδιών με βάση την οικογενειακή κατάσταση των γονιών τους, καθώς ενώ τα παιδιά των παντρεμένων ανατρέφονται σύμφωνα με το Άρθρο 1510 ΑΚ και από τους δύο γονείς από κοινού, τα παιδιά των ανύπαντρων ανατρέφονται μόνο από τον ένα γονιό, τη μητέρα. Είναι μια απαράδεκτη διάκριση που υποβιβάζει τα παιδιά των ανύπαντρων σε παιδιά ορφανά από τον ένα γονιό, ενώ και οι δύο γονείς τους παραμένουν στη ζωή. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να τα ονομάσουμε «Τα ορφανά του Νόμου». Δύο χιλιάδες χρόνια μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην αρχαία Αθήνα, υπάρχουν δυστυχώς ακόμα Έλληνες πολίτες που έχουν λιγότερα δικαιώματα από άλλους πολίτες σύμφωνα με το Νόμο, και μάλιστα από τη στιγμή που γεννιούνται.
Όσον αφορά την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο των γονιών τους, το Άρθρο 1513 ΑΚ προβλέπει αυτή να «ρυθμίζεται από το δικαστήριο». Και συνεχίζει: «Η άσκηση της γονικής μέριμνας μπορεί να ανατεθεί σε έναν από τους γονείς ή, αν αυτοί συμφωνούν ορίζοντας συγχρόνως τον τόπο διαμονής του τέκνου, στους δύο από κοινού». Εισάγεται δηλαδή ακόμα μια δυσμενής διάκριση μεταξύ των παιδιών παντρεμένων και χωρισμένων, καθώς ουσιαστικά προκρίνεται η άσκηση της επιμέλειας μόνο από τον ένα γονιό για τα παιδιά χωρισμένων, ενώ τα παιδιά των παντρεμένων απολαμβάνουν αυτόματα την στήριξη και των δύο γονιών στην καθημερινή τους ανατροφή. Δυσμενείς διακρίσεις με βάση το φύλο, και εις βάρος των παιδιών; Δεν σταματούν δυστυχώς μόνο στον Αστικό Κώδικα, αλλά επιτείνονται εφιαλτικά από τις δικαστικές αποφάσεις. Το Άρθρο 1511 ΑΚ προβλέπει ότι σχετικά με την άσκηση της επιμέλειας από τους γονείς σε περίπτωση διαζυγίου, διάστασης, ή διαφωνίας μεταξύ τους, «η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου». Στην πράξη όμως, κατά την εφαρμογή του Άρθρου 1513 από τα δικαστήρια -όπου συνηθίζεται να επιλέγεται ο «καταλληλότερος» γονέας για την άσκηση της επιμέλειας- η δυσμενής διάκριση με βάση το φύλο είναι εξόφθαλμη, καθώς σε ποσοστό που ξεπερνάει το 99% επιλέγεται ως καταλληλότερη η μητέρα, σύμφωνα με στοιχεία συλλόγου προστασίας των παιδιών και της πατρότητας.
Μήπως επιλέγεται, έστω, η εναλλακτική λύση από το δικαστήριο «να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων» κατά 1513 ΑΚ; Δυστυχώς σχεδόν ποτέ. Αντιθέτως, επιλέγεται αυτή της μονογονεϊκής επιμέλειας. Θεωρώντας έτσι ότι ο ένας γονέας, δηλαδή η μητέρα, είναι καταλληλότερη από τον πατέρα για όλα τα θέματα που αφορούν την επιμέλεια του παιδιού (τόπο κατοικίας, διατροφή, εκπαίδευση, διαπαιδαγώγηση, θρησκευτική καθοδήγηση, θέματα υγείας κτλ) και μάλιστα κατά ποσοστό 99%. Είναι ένα ποσοστό, που θυμίζει την επανεκλογή του κυβερνώντος «προέδρου» σε εκλογές ανελεύθερων καθεστώτων, στις οποίες μόνος υποψήφιος είναι ο ίδιος. Είναι μάλιστα τόσο ισχυρός και εμπεδωμένος «κανόνας» τα ελληνικά δικαστήρια να αφαιρούν την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο από τον πατέρα, ανεξαρτήτως του αν είναι καταλληλότερος ή όχι –σε αντίθεση βέβαια με το γράμμα και το πνεύμα του Νόμου και το συμφέρον των παιδιών– ώστε όταν διαζευγμένοι πατέρες επιθυμούν να υποβάλλουν αγωγή στα δικαστήρια για την ανάθεση της επιμέλειας των παιδιών τους στους ίδιους, ακόμα και οι δικηγόροι τους τους συμβουλεύουν να μην το κάνουν γιατί είναι σίγουρο πως θα χάσουν την αγωγή και τα χρήματά τους! Παλαιότερα, υπήρχαν οι εξαιρέσεις στον «κανόνα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν δικηγόροι, δηλαδή όταν η μητέρα ήταν πόρνη ή τοξικομανής, ανέθεταν την άσκηση της επιμέλειας στον πατέρα. Τα τελευταία χρόνια όμως κάποιοι (λίγοι ευτυχώς) δικαστές διέβησαν και τον Ρουβίκωνα, αναθέτοντας την επιμέλεια παιδιών ακόμα και σε τοξικομανείς μητέρες, ως «καταλληλότερες» για την ανατροφή τους! Ίσως θα έπρεπε να θεσπιστεί και ένας νόμος για την (α)«καταλληλότητα» μερικών δικαστών να δικάζουν. Μήπως οι δικαστές οφείλουν εξηγήσεις στους Έλληνες πολίτες για το αν οι αποφάσεις τους, σέβονται «την ισότητα μεταξύ των γονέων» σύμφωνα με όσα ορίζει ο νόμος (1511 ΑΚ); Και ακόμα περισσότερο μήπως οφείλουν εξηγήσεις στα παιδιά των χωρισμένων -που κατά συντριπτικό ποσοστό ανατρέφονται μόνο από τον ένα τους γονιό- γιατί δεν αποφασίζουν σύμφωνα με τον νόμο (1513 ΑΚ) την κατανομή της γονικής μέριμνας μεταξύ των δύο γονιών;
Οφείλετε να απολογηθείτε κυρίες και κύριοι δικαστές στην κοινωνία για τη δημιουργία μιας νέας τάξης, αυτής των «ορφανών των δικαστηρίων». Των παιδιών ενός κατώτερου θεού. Των παιδιών που δεν μπορούν να βλέπουν τον πατέρα τους κάθε Σαββατοκύριακο, ενώ ακόμα και οι φυλακισμένοι βαρυποινίτες μπορούν. Αλλά κυρίως οφείλουν να απολογηθούν οι Έλληνες πολιτικοί, που στα λόγια κόπτονται για την προστασία της οικογένειας και των παιδιών, επειδή έκτισαν μια Ελλάδα με παιδιά που δεν έχουν το δικαίωμα να ανατραφούν από τους δύο γονείς τους, με πατέρες που δεν έχουν την υποχρέωση και το δικαίωμα να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Είναι υπεύθυνοι για το όνειδος της ύπαρξης πολιτών δεύτερης κατηγορίας και κυρίως των παιδιών ενός κατώτερου θεού, «ορφανών» ενώ ζουν και οι δύο γονείς τους!
* Ο κ. Παναγιώτης Αλεξόπουλος είναι Χρηματοοικονομικός Αναλυτής, Μέλος Δ.Σ. της Ελληνικής Ένωσης Πιστοποιημένων Αναλυτών (ΕΕΠΑΜΑ)