Γονική αποξένωση: μια προσέγγιση από την άποψη της θεωρίας των διαπραγματεύσεων

 Γονική αποξένωση: μια προσέγγιση από την άποψη της θεωρίας των διαπραγματεύσεων

μια προσέγγιση από την άποψη της θεωρίας των διαπραγματεύσεων

Κωστή Δεμερτζή, Δικηγόρου

     Περίληψη: Η μελέτη αναφέρεται στη Γονική Αποξένωση, η οποία συνίσταται στη ρήξη της γονικής σχέσης ανάμεσα στον ένα γονιό και το παιδί του, όπως αναπτύσσεται υπό την επίδραση του άλλου γονέα. Η γονική αποξένωση προσεγγίζεται από την άποψη της δικαστηριακής πραγματικότητας στην Ελλάδα, όπου αφενός μεν δεν αναγνωρίζεται από την ελληνική έννομη τάξη η κοινή επιμέλεια, παρά μόνο εάν συμφωνήσουν σ’ αυτήν οι γονείς, αφετέρου δε η ίδια η δίκη για την «επιμέλεια του προσώπου» των παιδιών χωρισμένων γονέων, είναι κατά μεγάλο ποσοστό προαποφασισμένη, αφού η επιμέλεια των παιδιών δίδεται στη μητέρα. Ο συγγραφέας παραθέτει τα πέντε διαπραγματευτικά μοντέλα μεταξύ των γονέων για το παιδί, με πρακτικά παραδείγματα, και αναλύει πώς επιδρά η δικαστηριακή πρακτική στην κοινωνική πραγματικότητα των οικογενειακών σχέσεων.

 

Α. Εισαγωγικά

     Η γονική αποξένωση [1] γενικά αναγνωρίζεται ως υπαρκτό κοινωνικό πρόβλημα. Όμως, η συζήτηση για το Σύνδρομο Γονικής Αποξένωσης (Parental Alienation Syndrome, γνωστό και ως PAS) χαρακτηρίζεται διεθνώς «θερμή» (heated) [2] . Πρόκειται, κατ’ αρχάς, για μια ψυχιατρική έννοια, η οποία αποτελεί μετεξέλιξη άλλων εννοιών των επιστημών ψυχικής υγείας («σύνδρομο της Μήδειας», όσον αφορά τις αποξενωτικές μητέρες κ.τ.λ.), και προτάθηκε από τον Αμερικανό Καθηγητή και Ψυχίατρο Ρίτσαρντ Γκάρντνερ το 1985. Το γεγονός, όμως, ότι ως έννοια προορίζεται να έχει κυρίως νομικές εφαρμογές, στάθηκε αποφασιστικό για τη σταδιοδρομία του όρου και των συναφών εννοιών. Το γεγονός ότι εφαρμόζεται από τα δικαστήρια κυρίως στην Αμερική, το ότι δεν έχει αναγνωρισθεί ως «σύνδρομο» (υπό την έννοια της «διαταραχής», disorder) από ισχυρούς φορείς του ψυχιατρικού κατεστημένου, το ότι οι περισσότεροι ειδικοί και πρακτικοί ψυχικής υγείας δεν το γνωρίζουν, δεν έχουν εκπαιδευτεί σ’ αυτό, δεν το διαγινώσκουν, και δεν το εφαρμόζουν, παρασύροντας στην αμφισβήτηση αυτή και τα δικαστήρια, ενώ παράλληλα έχει προβληθεί ως έννοια – σύμβολο των κινημάτων των πατεράδων παγκοσμίως, και έχει «περάσει» στα κείμενα ορισμένων διεθνών οργανισμών κύρους και στην Ευρώπη, παραπέμπει εν πολλοίς τη σχετική συζήτηση σε εξωεπιστημονικό επίπεδο.

     Μια πιο συνολική και συνθετική προσέγγιση της κοινωνικής, κατ’ αρχάς, πραγματικότητας, η οποία περιγράφεται εγγύτερα με την κατασκευή του PAS, και η οποία περιγράφει την ολοκληρωτική ρήξη της γονικής σχέσης ανάμεσα στον ένα γονιό και το παιδί του, όπως αναπτύσσεται υπό την επίδραση του άλλου γονέα, θα μας έδινε ένα φαινόμενο σύνθετο. Η «συνθετότητά» του, όμως, δεν αφορά τις αιτίες του, όσο την δική μας οπτική. Για παράδειγμα, η κάθε ψυχολογική ή ψυχιατρική θεωρία, εάν επιχειρούσε να προσεγγίσει την αναμφισβήτητη πραγματικότητα της γονικής αποξένωσης, η οποία είναι ένα φαινόμενο πολύ πραγματικό και πολύ έντονο και πολύ οδυνηρό, για όσους το βιώνουν, θα όφειλε να παράσχει μια ερμηνεία, αλλιώς θα αποτύγχανε. Μια ψυχιατρική σχολή η οποία πλησιάζει μια γονική αποξένωση, στο στάδιο της δημιουργίας της, με την δήλωση «η σχολή μας δεν αναγνωρίζει το PAS», έχει αποτύχει στην προσπάθειά της, πριν καν ξεκινήσει. Για να μην αποτύχει θα έπρεπε να προσπαθήσει να ερμηνεύσει το φαινόμενο όσο το δυνατό πιο ικανοποιητικά, με τα δικά της μέσα, ή με μια δόκιμη θεωρία. Λ.χ.: εάν η θεωρία του Γκάρντνερ δεν κρίνεται επαρκής, θα μπορούσε μια πιο «αναγνωρισμένη» θεωρία, όπως η θεωρία της «προσκόλλησης» (attachment theory) [3] , να εξηγήσει το φαινόμενο πιο ικανοποιητικά από τον Γκάρντνερ; Εάν ναι, καλώς. Εάν όχι, τότε το κενό θα πρέπει να καλύψει ο Γκάρντνερ, αφού δεν βρέθηκε πιο ικανοποιητική θεωρία να εξηγεί το φαινόμενο.

     Αυτό θα απαιτούσε μια «συστεμική» προσέγγιση του φαινομένου. Όπως έχει εξελιχθεί η συζήτηση, η γονική αποξένωση αποτελεί ένα ερώτημα στο οποίο, το «σύστημα» της ψυχικής υγείας φαίνεται να μην έχει απάντηση και, επειδή δεν έχει απάντηση, δεν αναγνωρίζει και το ερώτημα. Πρόκειται κατ’ εξοχήν για έννοια η οποία θα προσεγγιζόταν με την έννοια του Παραδείγματος, του Τόμας Κουν (Thomas Kuhn), όπως ο τελευταίος το περιγράφει στη «Δομή των επιστημονικών επαναστάσεων» (1η έκδοση, 1962), μιας έννοιας η οποία έχει εφαρμοστεί κυρίως στις κοινωνικές επιστήμες, και όχι ακριβώς στην επιστημολογία και στην ίδια την επιστήμη, όπως πιθανώς είχε αρχικά [4] σκοπό ο εφευρέτης της.

     Η αποτυχία της ψυχολογικής – ψυχιατρικής προσέγγισης, εν συνεχεία, ωσμώνεται και ως αποτυχία των δικαστηρίων μας. Τα δικαστήρια πολλές φορές δικάζουν σε ένα επίπεδο που πείθει ότι δεν χρειάζεται την συνδρομή της ψυχιατρικής επιστήμης για να αποτύχουν στη ρύθμιση των οικογενειακών σχέσεων των γονέων με το παιδί τους μετά το διαζύγιο. Ωστόσο, υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις ειλημμένες από σοβαρούς δικαστές και με υπευθυνότητα, οι οποίες θέτουν το ζήτημα παραπέμποντας στους ειδικούς ψυχικής υγείας [5] . Εάν ελλοχεύει η αποτυχία, στις περιπτώσεις αυτές του υπεύθυνου δικαστή, θα είναι για άλλους λόγους, μεταξύ των οποίων και ο ανίδεος ή ανεκπαίδευτος στην αντιμετώπιση της αποξένωσης ειδικός ψυχικής υγείας.

Β. Η οικογενειακή δίκη στην Ελλάδα

     Προσεγγίζοντας την γονική αποξένωση από την άποψη της δικαστηριακής πραγματικότητας στην Ελλάδα, αναφερόμαστε σε μια οικογενειακή δίκη τυποποιημένη στα βασικά της στοιχεία [6] . Είναι μια δίκη η οποία «διοχετεύεται», κυριολεκτικά, στην οδό της αντιδικίας των γονέων για το παιδί τους. Η ελληνική έννομη τάξη δεν αναγνωρίζει την κοινή επιμέλεια, παρά μόνο εάν συμφωνήσουν σ’ αυτήν οι γονείς. Οι Έλληνες γονείς σπάνια συμφωνούν. Η ίδια η δίκη για την «επιμέλεια του προσώπου» των παιδιών χωρισμένων γονέων, εφόσον έχει αντικείμενο την επιμέλεια του προσώπου του παιδιού, είναι κατά μεγάλο ποσοστό προαποφασισμένη, αφού η επιμέλεια των παιδιών δίδεται στη μητέρα [7] .

     «Συμβιβασμός», σ’ αυτή την κατεύθυνση, δεν υπάρχει. Βέβαια, το άρθρο 681Γ’ ΚΠολΔ  [8] προβλέπει (και μάλιστα με ποινή απαραδέκτου) υποχρεωτική προσπάθεια συμβιβασμού πριν από την δίκη, αλλά αυτή η προσπάθεια, κατ’ αρχάς, δεν έχει «χώρο» και «χρόνο» για να διεξαχθεί. Στο ακροατήριο, με πλήθος διαδίκων, δικηγόρων και μαρτύρων που περιμένουν να δικαστεί η υπόθεσή τους, χώρος για διαπραγμάτευση και συμβιβασμό δεν δίδεται. Ο δικαστής δεν έχει καμία εκπαίδευση σχετικά, οι διάδικοι επίσης, οι δικηγόροι επίσης, και το ίδιο ισχύει και για το ακροατήριο, το οποίο καθίσταται, από τη μια στιγμή στην άλλη, παρείσακτο σε μια διαδικασία εξ ορισμού ιδιωτική (προσπάθεια συμβιβασμού) που δεν το αφορά [9] .

     Ενόψει και του ότι η απόπειρα συμβιβασμού διεξάγεται με την μόνη εναλλακτική προοπτική, εάν δικάσει ο δικαστής την υπόθεση, να δοθεί το παιδί στη μητέρα, συχνά λαμβάνει τη μορφή της θέσεως του πατέρα σε δίλημμα: να δώσει το παιδί συμβιβαστικά στη μητέρα (αντίδικο) ή να το χάσει με την απόφαση που θα εκδοθεί, εάν ο δικαστής δικάσει. Κανένα «αντάλλαγμα» και καμία διασφάλιση της σχέσης του πατέρα με το παιδί δεν δίδεται από το δικαστικό σύστημα και γι’ αυτό, στην πράξη, είναι συχνή η περίπτωση των πατέρων, οι οποίοι, στην πρώτη συζήτηση είχαν συναινέσει στην ανάληψη της επιμέλειας του παιδιού από τη μητέρα, και στη συνέχεια μετανόησαν και εισήλθαν σε έντονη αντιδικία για τη διεκδίκησή της.

     Η συνέπεια την οποία δεν είχαν αναλογιστεί σε βάθος όταν, με τον πρώτο χωρισμό, συμφώνησαν να δοθεί το παιδί στη μητέρα, είναι η αποξένωση [10] .

Γ. Η «ενσωμάτωση» της δομής της οικογενειακής δίκης στην Ελλάδα στην οικογενειακή πραγματικότητα πριν και μετά τη δίκη

     Με την παραπάνω δομή της, η οικογενειακή δίκη στην Ελλάδα, επιδρά καταλυτικά στην οικογενειακή πραγματικότητα, τόσο πριν, όσο και μετά από την ίδια τη δίκη.

     Πριν την οικογενειακή δίκη, δηλαδή όσο διαρκεί η γαμήλια συμβίωση [11] , υπό την έννοια ότι, εφόσον το ζευγάρι των γονιών χωρίσει, η μητέρα έχει ένα «οιονεί δικαίωμα προσδοκίας» να «πάρει το παιδί» αυτή.

     Καταλυτική γίνεται η ανισότητα των δικαιωμάτων μεταξύ των γονέων μετά την απόφαση του δικαστηρίου για την επιμέλεια. Η φύση της απόφασης αυτής, στο σύστημα της επιμέλειας του Αστικού μας Κώδικα ίσως δεν έχει γίνει αντιληπτή στη σωστή της προοπτική, που είναι η εξής: πριν την έκδοση της απόφασης, η επιμέλεια ασκείται από κοινού από τους δύο γονείς. Μετά την έκδοση της απόφασης, η επιμέλεια «ανατίθεται» στον ένα γονιό, ο οποίος, ούτως ή άλλως την είχε, μόνο που τώρα την έχει «ισχυρότερη», αφού την ασκεί χωρίς τον άλλον. Οι συνέπειες είναι, κυρίως, για τον άλλο γονιό, ο οποίος πριν ήταν γονέας πλήρων δικαιωμάτων τα οποία, μετά την απόφαση, του έχουν αφαιρεθεί. Πρόκειται, δηλαδή, για απόφαση γονεϊκής έκπτωσης, μιας ιδιόρρυθμης capitis deminutio.

     Η φύση αυτή της απόφασης «επιμέλειας» στο Ελληνικό δικαστηριακό σύστημα προκύπτει εναργέστερα από την αβυσσαλέα διαφορά δικαιωμάτων που χωρίζει τον «έχοντα την επιμέλεια» γονιό, από εκείνον που δεν την έχει. Η «επιμέλεια του προσώπου» κατ’ άρθρο 1518 ΑΚ  περιλαμβάνει το σύνολο περίπου της καθημερινής «γονικής εξουσίας» στο παιδί, από την οποία αποξενώνεται κατ’ αρχάς ο άλλος, πριν αποξενωθεί από το ίδιο το παιδί του. Η «προσωπική επικοινωνία» κατ’ άρθρο 1520 ΑΚ  δεν αναπληρώνει την απώλεια της «επιμέλειας», ούτε στα μάτια του παιδιού: το παιδί «επικοινωνεί» με έναν γονιό χωρίς γονική εξουσία.

Η θεμελιώδης αυτή διαφορά «εξουσιών», τόσο κατά το νόμο, όσο και κατά την εφαρμογή του στην πράξη, αποτελεί γενεσιουργό αιτία της γονικής αποξένωσης, σύμφωνα με την ανάλυση που προτείνεται παρακάτω.

Δ. Τα πέντε διαπραγματευτικά μοντέλα μεταξύ των γονέων για το παιδί

     Στην οικογένεια, όπως και σε κάθε πεδίο σχέσεων, το κάθε μέρος, σε κάθε στιγμή, διαπραγματεύεται [12] . Στη σχετική θεωρία, η διαπραγμάτευση ορίζεται ως μια διαδικασία λήψης απόφασης, η οποία πρέπει να γίνει αποδεκτή και να εφαρμοστεί από δύο ή περισσότερα μέρη. Ως εναλλακτικές μορφές λήψης απόφασης αναφέρονται: η επιβολή, η πειθώς, ο εξαναγκασμός (με βία, πόλεμο, δύναμη), η δικαστική απόφαση ή η διαιτησία και η κλήρωση. Προκύπτει ότι, μέσα στην οικογένεια, η διαπραγμάτευση αποτελεί την κατεξοχήν μορφή λήψης απόφασης.

Το παιδί, επί παραδείγματι, σε κάθε στιγμή, τόσο διαρκούσης της συμβιώσεως των γονιών του, και μετά από αυτήν (και πριν, ακόμα, τη συμβίωση, ή και πριν τη γέννησή του), είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των γονιών.

Η διαπραγμάτευση αυτή μπορεί να εμπίπτει σε ένα από τα πέντε μοντέλα (στυλ, στρατηγικές):

     1) Συμμαχικό. Οι γονείς συμμαχούν για τα ζητήματα του παιδιού, τα προβλήματα της ανατροφής του είναι κοινά, και όχι προβλήματα του ενός απέναντι στον άλλον, υπάρχει «περισσότερο παιδί» και για τους δύο, και ο καθένας παίρνει το μερίδιό του από το παιδί, «λογικά και δίκαια».

     2) Ανταγωνιστικό. Οι γονείς ανταγωνίζονται για το παιδί. Όποιος έχει ένα μέρος του παιδιού, το στερεί από τον άλλο. Εάν το παιδί προτιμά τον ένα γονιό, τότε δεν προτιμά τον άλλο. Εάν το παιδί περνά την ώρα με τον ένα γονιό, δεν την περνά με τον άλλο. Εάν για το γυμναστήριο ή το σχολείο του παιδιού αποφασίζει ο ένας γονιός, δεν αποφασίζει ο άλλος. Το πιο «κλασικό» και συνηθισμένο στυλ.

     3) Συμβιβαστικό. Η διαφορά για το παιδί «μοιράζεται». Τόσο ο ένας, τόσο ο άλλος. Κανένας δεν έχει αυτό που θέλει, αλλά τουλάχιστον ο καθένας έχει «κάτι», και το σύστημα «κάπως» λειτουργεί.

     4) Παραχωρητικό. Ο ένας γονέας παραχωρεί το παιδί στον άλλον, έναντι κάποιου «ανταλλάγματος». Θεωρεί ότι άλλοι στόχοι είναι πιο σπουδαίοι γι’ αυτόν. Η σχέση με τον/την σύζυγο, κάποια εξωσυζυγική σχέση, επάγγελμα, καριέρα. Παραχωρεί, δηλαδή «δίνει» το παιδί στον άλλον, και αυτός, σε αντάλλαγμα, διεκδικεί τους δικούς του στόχους, που τον ενδιαφέρουν περισσότερο.

     5) Αποφυγής. Ο γονιός δεν ενδιαφέρεται για το παιδί, ούτε για κάτι άλλο που θα μπορούσε να πάρει από τον άλλον. Έτσι, δεν υπεισέρχεται καν σε διαπραγμάτευση με τον άλλο γονιό για το παιδί. Αφήνει το παιδί στην τύχη του. Το ίδιο, βεβαίως, θα μπορεί να κάνει και ο άλλος γονιός. Το παιδί μένει έρμαιο, και στη διάθεση οποιουδήποτε από τους συγγενείς θα ήθελαν να ασχοληθούν με αυτό, ή και οποιουδήποτε τρίτου (υποκατάστατου γονιού κ.τ.λ.).

Ε. Περισσότερα πάνω στα πέντε διαπραγματευτικά μοντέλα, με πρακτικά παραδείγματα

    Στα παραπάνω, ορισμένες διευκρινίσεις:

     Α) Οι δυο γονείς δεν έχουν, κατ’ ανάγκην, την ίδια στρατηγική απέναντι στο παιδί. Μπορούμε, λ.χ., να φανταστούμε, μια μητέρα με ανταγωνιστική στρατηγική, κι έναν πατέρα με στρατηγική συμμαχική, συμβιβαστική, παραχωρητική ή αποφυγής. Και αντιστρόφως.

     Συστηματικά, θα είχαμε εικοσιπέντε συνδυασμούς, όπως στον παρακάτω πίνακα:

     Πίνακας δυνατών συνδυασμών διαπραγματευτικών μοντέλων των δύο γονέων του παιδιού

Συνδυασμός

Γονιός Α

(λ.χ. πατέρας)

Γονιός Β

(λ.χ. μητέρα)

1

Συμμαχικός

Συμμαχικός

2

Συμμαχικός

Ανταγωνιστικός

3

Συμμαχικός

Συμβιβαστικός

4

Συμμαχικός

Παραχωρητικός

5

Συμμαχικός

Αποφυγή

6

Ανταγωνιστικός

Συμμαχικός

7

Ανταγωνιστικός

Ανταγωνιστικός

8

Ανταγωνιστικός

Συμβιβαστικός

9

Ανταγωνιστικός

Παραχωρητικός

10

Ανταγωνιστικός

Αποφυγή

11

Συμβιβαστικός

Συμμαχικός

12

Συμβιβαστικός

Ανταγωνιστικός

13

Συμβιβαστικός

Συμβιβαστικός

14

Συμβιβαστικός

Παραχωρητικός

15

Συμβιβαστικός

Αποφυγή

16

Παραχωρητικός

Συμμαχικός

17

Παραχωρητικός

Ανταγωνιστικός

18

Παραχωρητικός

Συμβιβαστικός

19

Παραχωρητικός

Παραχωρητικός

20

Παραχωρητικός

Αποφυγή

21

Αποφυγή

Συμμαχικός

22

Αποφυγή

Ανταγωνιστικός

23

Αποφυγή

Συμβιβαστικός

24

Αποφυγή

Παραχωρητικός

25

Αποφυγή

Αποφυγή

     Β) Οι δυο γονείς δεν έχουν, σ’ όλα τα στάδια του μεγαλώματος του παιδιού και της σχέσης απέναντι στον άλλον, την ίδια στρατηγική [13] . Μπορεί, λ.χ., μια μητέρα (ή ένας πατέρας) να ξεκινά με στάση παραχώρησης. Παραχωρεί το παιδί στον πατέρα, έναντι του ανταλλάγματος να φροντίσει το παιδί ο πατέρας (να το ταΐσει, να το καθαρίσει, να το φροντίσει κ.τ.λ.), όσο το παιδί είναι πολύ μικρό, και η ίδια απασχολημένη να ξεπεράσει την επιλόχια κατάθλιψη. Στη συνέχεια, όταν το παιδί αναπτύσσει προτίμηση για τον πατέρα, η μητέρα επανέρχεται ανταγωνιστικά, εισέρχεται στο δεσμό που έχει δημιουργηθεί και το διεκδικεί. Ή: ένας πατέρας, μπορεί να ξεκινήσει με τάση αποφυγής: την ημέρα που γεννά η σύζυγος, αυτός εξομολογείται τους προβληματισμούς του σε μια ερωμένη του. Στη συνέχεια, όταν η σύζυγος τον αποκλείει από το παιδί, αυτός επανέρχεται με στρατηγική συμμαχική. Αν η σύζυγος τον εγκαταλείψει, παίρνοντας το παιδί μαζί της, μπορεί να γίνει, κι αυτός, ανταγωνιστικός. Ή μια μητέρα, ξεκινά τη διάσταση, ανταγωνιστικά, παίρνοντας το παιδί μαζί, αποκλείοντας τον πατέρα, ακόμα κι από την επικοινωνία – παραβιάζοντας ακόμα και δικαστικές αποφάσεις. Αν ο πατέρας προσφέρει ένα χρηματικό ποσό, επανέρχεται με στάση παραχωρητική: δώσε μου τα λεφτά, και πάρε το παιδί. Είναι πολλές περιπτώσεις που ο γονιός ξεκινά με στάση εγκατάλειψης ή παραχώρησης, και μεταπηδά σε ανταγωνιστική στρατηγική, μετά τη διάσταση, σαν να «ξυπνάει». Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ισχύει αυτό που είπε ένας οικογενειακός σύμβουλος [14] : ο πατέρας έγινε πατέρας μετά τη διάσταση (και η μητέρα το ίδιο).

     Γ) Σε κάθε περίπτωση, η ανταγωνιστική στρατηγική, απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη, δίνει «ανταγωνιστικό πλεονέκτημα». Ένας γονιός που «πάει» ανταγωνιστικά, απέναντι σ’ έναν άλλον, που πάει συμμαχικά, ή συμβιβαστικά, έχει περισσότερη δύναμη στις διαπραγματεύσεις, λόγω της ανταγωνιστικής στρατηγικής του.

ΣΤ. Πώς επιδρά η δικαστηριακή πρακτική στην κοινωνική πραγματικότητα των οικογενειακών σχέσεων: παράδειγμα δικαστικής απόφασης

     Στην παραπάνω κοινωνική πραγματικότητα, η υφιστάμενη δικαστηριακή πραγματικότητα επιδρά ως εξής:

     Α) Προκαθορίζει τη σχέση των γονιών απέναντι στο παιδί ως ανταγωνιστική. Τούτο, επειδή το σύστημα των «ιδιωτικών διαφορών», στο οποίο υπάγεται η οικογενειακή δίκη, δεν γνωρίζει άλλο μοντέλο. Αν ο ένας γονιός προτείνει ένα «συμμαχικό» μοντέλο, θα διαπιστώσει ότι το δικαστικό «παράδειγμα» δεν το «γνωρίζει», δεν έχει ούτε δομές, ούτε υποδομές, ούτε «εκπαίδευση» για τη διαμόρφωση, την τυποποίηση και την εφαρμογή του.

     Ως παράδειγμα παραθέτω την απόφαση 2741/2008 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ασφ. μέτρα, αδημοσίευτη). Στην δίκη στην οποία εκδόθηκε η απόφαση αυτή, ο πατέρας εισήλθε με συμμαχικό μοντέλο, και ζήτησε «κοινή επιμέλεια», με το αιτιολογικό ότι, εάν και εφόσον η επιμέλεια θεσπιζόταν κοινή, η μητέρα θα υποχρεωνόταν να συνεργαστεί, τα παιδιά θα τον αναγνώριζαν σαν πατέρα, και θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί το ακραίο φαινόμενο γονικής αποξένωσης (PAS), το οποίο είχε δημιουργηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το δικαστήριο έκρινε ως εξής: «Όταν το συμφέρον του τέκνου δεν εξυπηρετείται από την από κοινού άσκηση της επιμέλειας, όπως όταν υπάρχει διάσταση των συζύγων ή λύση του γάμου, το δικαστήριο αναθέτει την επιμέλεια στον ένα γονέα, τον οποίο κρίνει κατάλληλο. Κατά την απόφαση του δικαστηρίου λαμβάνεται υπόψη πρωτίστως το συμφέρον του τέκνου, με κριτήρια καθοριστικά γι’ αυτό, την ηλικία, το φύλο, τις ειδικές ανάγκες του τέκνου, τις προσωπικές ιδιότητες των γονέων, την επαγγελματική απασχόλησή τους, το χρόνο που κάθε γονέας μπορεί να διαθέσει για την προσωπική επιμέλεια του τέκνου του (βλ. Κων. Παπαδόπουλο, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τ. Β’ εκδ. 2003, σελ. 287 – 288). Εξ άλλου, σε περίπτωση διάστασης των συζύγων ή λύσης του γάμου, η από κοινού επιμέλεια του τέκνου προϋποθέτει γονείς που δεν έχουν εχθρικές σχέσεις και σημαντικές διαφορές ως προς τον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις και που λόγω της ωριμότητας και της σοβαρότητάς τους λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το συμφέρον του τέκνου και επιθυμούν ο ψυχικός τραυματισμός από το χωρισμό τους να είναι όσο το δυνατόν μικρότερος (βλ. σχετ. Κων. Παπαδόπουλο, ό.π., σελ. 269). … Το σπουδαιότερο όμως στοιχείο που άγει το δικαστήριο στο να ανατεθεί η επιμέλεια σε έναν από τους δύο γονείς και να παύσει το καθεστώς της κοινής επιμέλειας, είναι ότι η σφοδρή αντιδικία και έχθρα που υπάρχει μεταξύ των διαδίκων, καθιστά προς το παρόν αδύνατη τη συνεννόησή τους για οποιοδήποτε θέμα αφορά τα παιδιά (βλ. εξωδίκους αμφότερων), όπως δε και στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις εκτίθεται, η κοινή επιμέλεια έχει ως προϋπόθεση ότι οι γονείς δεν έχουν εχθρικές σχέσεις» [15] .

    Η απόφαση αυτή, αν και στερείται νομολογιακών αναφορών, λέει ρητά αυτό που όλες οι αποφάσεις εξυπονοούν: σε κάθε περίπτωση διάστασης ή διαζυγίου, στο οποίο οι γονείς διατηρούν τις διαφορές τους, το σύστημα της κοινής επιμέλειας αποκλείεται, όταν οι σχέσεις των συζύγων δεν είναι καλές. Αν, όμως, είναι καλές, τότε γιατί χωρίσανε; Συνεπώς, στο δικαστηριακό μας σύστημα, αποκλείεται η συμμαχική στάση απέναντι στα παιδιά μετά τη διάσταση, και επιβάλλεται η ανταγωνιστική. Αυτό σημαίνει ότι επιβάλλεται η ανταγωνιστική στάση όχι μόνο εντός δίκης, αλλά και εκτός, δηλαδή πριν και μετά απ’ αυτήν. Οι κανόνες της νομοθεσίας και, ακόμα περισσότερο, της δικαστικής πράξης, είναι οι κανόνες της ίδιας της κοινωνίας. Στην προέκταση της δικαστικής πράξης, υπάρχουν οικογένειες που βιώνουν μια διαρκή δίκη, μέσα στο σπίτι τους, χωρίς ποτέ να φτάσουν στα δικαστήρια.

 

  Β) Απονέμει, εκ των προτέρων, την απόλυτη ισχύ πάνω στο παιδί, στη μητέρα.

 

 Ως ακραία περίπτωση ευρύτερων κοινωνικών επιπτώσεων τέτοιας διαφοράς ισχύος αναφέρεται η περίπτωση εγκυμονούσας κυρίας, η οποία, σε μια μεσημβρινή εκπομπή ευρείας ακροαματικότητας, είχε ανακοινώσει ότι είχε ερωτευτεί τον γυναικολόγο της, και είχε αποφασίσει ότι – και πριν γεννηθεί το παιδί – θα χώριζε τον άντρα της, για να ζήσει το νέο της έρωτα, παίρνοντας, βεβαίως, μαζί της και το παιδί που θα γεννιόταν.

     Στην ιστορία αυτή, το στοιχείο που πρέπει να κριθεί ως σημαντικό είναι ότι η εν λόγω έγκυος κυρία είχε προαποφασίσει για την τύχη του παιδιού «της», χωρίς να υπολογίσει καθόλου την πιθανή αντίδραση του πατέρα, και θεωρώντας αμελητέα και κατ’ ουσίαν ανύπαρκτη την περίπτωση τα δικαστήρια να «δίνανε», τελικά, το παιδί στον τελευταίο.

 

   Είναι το ίδιο το «επίπεδο» της ανακοίνωσης αυτής, προφανώς επίπεδο και της ανακοινούσης αυτήν εγκύου, που πείθει ότι η δικαστηριακή πραγματικότητα που μεταχειρίζεται κατά τρόπο καταφανέστατα άνισο τους δυο γονείς, δεν είναι γνωστή μόνον τοις ολίγοις που μάχονται στις δικαστικές αίθουσες, αλλά είναι ευρύτατα διαδεδομένη σ’ όλες τις διαστρωματώσεις της νεοελληνικής κουλτούρας.

Ζ. Η παρεμβολή του «συνδρόμου της Στοκχόλμης»

 

   Η γονική αποξένωση στη βιβλιογραφία συχνά συνδέεται με το λεγόμενο «σύνδρομο της Στοκχόλμης».

    «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» είναι, σε μια γενική προοπτική, η τάση του εξουσιαζόμενου ναπροσκολλάται συναισθηματικά σ’ εκείνον που ασκεί εξουσία πάνω του.

     Πιο συγκεκριμένα: το παιδί γνωρίζει άριστα, ότι βρίσκεται στην εξουσία των γονιών του.

     Και γνωρίζει, συνεπώς, και ποιος από τους δυο γονείς έχει την εξουσία πάνω του, νομική, όσο και πραγματική.

     Προσκολλάται σ’ αυτόν, λοιπόν, άσχετα αν αυτός το κακοποιεί, ή απαιτεί την αποξένωσή του από τον άλλο γονιό (η οποία ενίοτε θεωρείται και ως μορφή «συναισθηματικής κακοποίησης»).

Η. Το διαπραγματευτικό πλαίσιο στην οικογένεια με δυο γονείς κι ένα παιδί

     Η δυναμική της ανάπτυξης της γονικής αποξένωσης στο παιδί μπορεί να εξηγηθεί με απλό, λιγότερο αποσπασματικό και λιγότερο εμπειρικό τρόπο, στη βάση της αρχής ότι το παιδί διαπραγματεύεται, κι αυτό, με τους γονείς του, για διάφορα ζητήματα, όπως η κάλυψη των αναγκών του, των επιθυμιών του κ.τ.λ.

 

   Αντικείμενο της διαπραγμάτευσής του είναι η αγάπη για τον γονιό, ο χρόνος με τον γονιό, η συμμόρφωση στις εντολές του γονιού, ό,τι έχει να διαπραγματευτεί, τέλος πάντων, ένα παιδί με τον γονιό του.

 

   Το παιδί έχει, κι αυτό, το διαπραγματευτικό του μοντέλο (στυλ, στρατηγική), η οποία θα αντιμετωπιστεί ως τρίτη, ανεξάρτητη από αυτή των γονέων του.

 

   Υπενθυμίζουμε ότι, στον πίνακα συνδυασμών των πέντε διαπραγματευτικών μοντέλων, στους οποίους, όταν είχαμε δύο γονείς είχαμε (5 εις το τετράγωνον = ) 25 συνδυασμούς.

     Με δύο γονείς και ένα παιδί, έχουμε (5 εις την τρίτην =) 125 συνδυασμούς.

 

   Ενδεικτικά, ο πίνακας θα περιλαμβάνει συνδυασμούς σαν τους παρακάτω:

   Πατέρας συμμαχικός, μητέρα συμβιβαστική, παιδί ανταγωνιστικό… κ.τ.λ. (ακόμα 124 συνδυασμοί).

    Το παιδί, όμως, μπορεί να έχει διαφοροποιημένη στρατηγική απέναντι στον καθένα από τους δυο γονείς του. Οι μεταβλητές γίνονται τέσσερις, και οι συνδυασμοί (5 εις την τετάρτην =) 625.

   Ενδεικτικά: πατέρας παραχωρητικός, μητέρα συμμαχική, παιδί ανταγωνιστικό προς τον πατέρα, στάση αποφυγής προς τη μητέρα κ.τ.λ. (ακόμα 624 συνδυασμοί).

 

 Αλλά και ο καθένας από τους γονείς, θα έχει τη δική του στρατηγική απέναντι στο παιδί. Λ.χ., ο πατέρας να τηρεί προς μεν τη μητέρα στρατηγική ανταγωνιστική, προς δε το παιδί, στρατηγική παραχώρησης.

    Οι παράγοντες γίνονται, τώρα, έξη, και οι συνδυασμοί (5 εις την έκτην =) 15.625.

    Λ.χ. πατέρας συμβιβαστικός απέναντι στη μητέρα, παραχωρητικός απέναντι στο παιδί.

    Μητέρα ανταγωνιστική απέναντι στον πατέρα, συμμαχική απέναντι στο παιδί.

 

    Παιδί με στάση αποφυγής απέναντι στον πατέρα (γονική αποξένωση), και παραχωρητικό απέναντι στην μητέρα.

   Έχουμε το μοντέλο του παρακάτω σχήματος (τα βέλη δείχνουν το διαπραγματευτικό μοντέλο του κάθε μέλους τριμελούς οικογένειας).

 

 Σχήμα συνδυασμών διαπραγματευτικών μοντέλων (Δ.Μ.) σε τριμελή οικογένεια, αποτελούμενη από πατέρα, μητέρα και παιδί

   Σε οικογένεια με περισσότερα παιδιά, ο αριθμός των μοντέλων πολλαπλασιάζεται αναλόγως, ιδίως μάλιστα αν ληφθεί υπόψη ότι και τα παιδιά διαπραγματεύονται και μεταξύ τους την αδελφική τους σχέση, ή ανταγωνίζονται για τη σχέση τους με τον κάθε γονιό τους.

Θ. Η δυναμική της ανάπτυξης γονικής αποξένωσης στο παιδί, στο πλαίσιο ενός συστήματος κατανομής εξουσίας μέσα στην οικογένεια

 

  Το παραπάνω διαπραγματευτικό μοντέλο, κοινό σε όλες τις οικογένειες, εξηγεί τον μηχανισμό της ανάπτυξης γονικής αποξένωσης, σε περίπτωση ανισοκατανομής της δύναμης μεταξύ των γονέων στην οικογένεια.

 

  Το παιδί εξαρτά την ικανοποίηση όλου του φάσματος των αναγκών του από τους γονείς του, και συνεπώς την διαπραγματεύεται με αυτούς, εφόσον έχουν εξουσία ικανοποίησής τους. Εάν ένας από αυτούς έχει μόνο την εξουσία (περίπτωση «επιμέλειας του προσώπου»), την διαπραγματεύεται μόνο με αυτόν.

 

  Το γεγονός αυτό, το παιδί το αντιλαμβάνεται πολύ καλά: κάθε παιδί αντιλαμβάνεται ποιος γονιός έχει εξουσία πάνω του, ή υποχρεώνεται να το αντιληφθεί, και διαπραγματεύεται πάντοτε με εκείνον.

     Η αγάπη προς τον ένα γονιό, και η αποξένωση από τον άλλον, είναι, και τα δύο, αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης του παιδιού με τον γονιό που έχει:

 

   1) την εξουσία στο παιδί, και

     2) ανταγωνιστική στρατηγική απέναντι στον άλλο γονιό.

    Αν το παιδί, στην Ελλάδα, κατανοήσει ότι:

 

   1) Την εξουσία την έχει η μητέρα,

 

   2) Η μητέρα ανταγωνίζεται με τον πατέρα για την αγάπη του,

 

   Τότε το παιδί θα διαπραγματευτεί την αγάπη του για τον καθένα από τους γονείς του, με τη μητέρα.

 

   Το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης αυτής, είναι προδιαγεγραμμένο: το παιδί θα ανταλλάξει την αγάπη του, με την ικανοποίηση των αναγκών του, με τον γονιό που έχει την εξουσία πάνω του (την «επιμέλεια του προσώπου»): θα «αγαπήσει» τη μητέρα (θα προσκολληθεί πάνω της – η θεωρία της προσκόλλησης – attachment theory – εξυπηρετεί στο σημείο αυτό πλήρως), και θα αποξενωθεί από τον πατέρα.

    Και με τα παραπάνω εξηγείται πλήρως η αρχή της δημιουργίας της γονικής αποξένωσης στην εν Ελλάδι οικογένεια, χωρισμένη ή μη.

     Ιδίως, στις χωρισμένες οικογένειες, όπου:

     1) Την επιμέλεια την παίρνει η μητέρα – όπου «επιμέλεια», εν προκειμένω, σημαίνει εξουσία αποφάσεων, και συνεπώς εξουσία πάνω στο παιδί και

     2) Η μητέρα είναι ανταγωνιστική απέναντι στον πατέρα.

    Το φαινόμενο αποξένωσης πρέπει να περιμένουμε ότι θα αναπτύσσεται, σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σε όλες τις περιπτώσεις διαστάσεων των γονέων, και, ως ένα βαθμό, ακόμα και σε συνθήκες συμβίωσης γονέων μεταξύ τους.

Ι. Παρατηρήσεις – χαρακτηριστικά της γονικής αποξένωσης

     Για να κατανοήσουμε, στη συνέχεια, την γονική αποξένωση, πρέπει να επισημάνουμε ορισμένα χαρακτηριστικά της:

    1) Κατ’ αρχάς, η δημιουργία αποξένωσης δεν οφείλεται, υποχρεωτικά, στην κακή, δύστροπη,  εκδικητική, κακόβουλη κ.τ.λ. φύση του αποξενώνοντος γονέα. Οφείλεται στον τρόπο κατανομής της «εξουσίας» πάνω στο παιδί, ιδιαίτερα μετά τον χωρισμό των γονέων. Η αποξένωση είναι, σύμφωνα με τα παραπάνω, μια αναγκαία συνέπεια του ότι ο ένας γονιός «δικαιούται», πλέον, να αποφασίζει μονομερώς για το παιδί, και από την πλευρά του αποξενώνοντος γονέα. Αν πρόκειται να ασκήσει το «δικαίωμά» του αυτό, τρόπον τινά την «εξουσία» του, πρέπει να διασφαλιστεί απέναντι στην «απειλή» που αντιπροσωπεύει ο άλλος γονιός. Αποξενώνει, συνεπώς, το παιδί από τον άλλο γονιό, για να μην μπορεί αυτός ο «άλλος» να του διαταράξει την άσκηση ενός δικαιώματος, το οποίο του έχουν δώσει τα δικαστήρια. Είναι σαν να περιφράζει τον αγρό του.

    2) Για το λόγο αυτό, η αποξένωση είναι, παράλληλα, και απομόνωση του παιδιού, σ’ έναν κλειστό κόσμο, που περιλαμβάνει τον αποξενώνοντα γονιό (τη μητέρα) και όσα πρόσωπα ελέγχονται από αυτόν, ή ενεργούν για λογαριασμό του (συχνά τους γονείς της μητέρας, τους εξ αίματος συγγενείς της, τους/τις φίλους/φίλες της, τους εραστές της, τους/τις οικιακούς βοηθούς κ.τ.λ.). Χωρίς απομόνωση – μέσα στη συμβίωση των γονιών ή, πολύ περισσότερο, μετά από αυτήν – η αποξένωση είναι πολύ δυσκολότερη, και δεν παίρνει ακραίες μορφές. Η απομόνωση του παιδιού, πραγματική ή νοητική, φτάνει, συχνότερα απ’ ό,τι νομίζουμε, σε ακραία σημεία: συχνά, οι μονογονεϊκές οικογένειες, αναπτύσσονται σε μικρά «Κωσταλέξια», όπου ένα παιδί κακοποιείται, κατ’ ουσίαν, συναισθηματικά (η πρόκληση αποξένωσης θεωρείται, δικαίως, μια μορφή κακοποίησης), πίσω από μια κλειστή πόρτα, με πλήρη ανοχή της κοινωνίας και των θεσμών που την συγκροτούν σε σώμα.

     3) Η αποξένωση αναπτύσσεται στο παιδί ως «αυτοδύναμη» πραγματικότητα. Όπως είδαμε, το παιδί δεν είναι απλό αντικείμενο της σχέσης. Είναι υποκείμενο, και η αποξένωσή του από τον γονιό είναι, τελικά, και δική του επιλογή. Για το λόγο αυτό, η αποξένωση, αν και βεβαίως σχετίζεται με την «πλύση εγκεφάλου» που θα κάνει ο «έχων την επιμέλεια» (δηλαδή την εξουσία) γονιός, και ξεκινά από μια «πλύση εγκεφάλου», εννοιολογικά δεν ταυτίζεται μ’ αυτήν [16] .

     4) Από τη στιγμή που η αποξένωση δημιουργείται, δημιουργεί τη δική της πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα στρέβλωσης, αποκρύψεων, συκοφαντιών, φοβιών, περισσότερο ή λιγότερο έντονων, τα οποία αποτελούν, αφενός και προσωπική ευθύνη του παιδιού – παρά την ανηλικότητά του – αφετέρου την προσωπική του ιστορία. Ενσωματώνεται στην ανάπτυξη του παιδιού, στο μπόι του, καθώς μεγαλώνει.

     5) Το ζητούμενο είναι – ή θα έπρεπε να είναι – κατά πόσον η αποξένωση συνδέεται και με περαιτέρω προβλήματα στην ανάπτυξη του παιδιού. Κατά πόσο, δηλαδή, η αποκοπή από τη μία γονική πλευρά, οδηγεί σε δομικές ανισορροπίες, οι οποίες οδηγούν δυνητικά ακόμα και σε διά βίου αναπηρίες. Μια εμπεριστατωμένη έρευνα αυτής της υφής, εάν και όποτε γίνει, θα είναι σε θέση να φωτίσει αποφασιστικά την θολή έννοια του «συμφέροντος του τέκνου», στο πλαίσιο της συνολικής του ανάπτυξης, και όχι μόνο της ευκαιριακής διαχείρισης των ψυχικών συγκρούσεων από το χωρισμό των γονιών, όπως πράττει το κυρίαρχο παράδειγμα της παιδοψυχιατρικής σήμερα.

 

   6) Η αποξένωση, είτε περιγραφόμενη με το μοντέλο Γκάρντνερ (την θεωρητική κατασκευή του PAS) είτε με την πληθώρα των ψυχολογικών μοντέλων που θα μπορούσαν να την περιγράψουν και να την ερμηνεύσουν, στη σημερινή κατάσταση εμπίπτει σε «τυφλή κηλίδα του νου» του κυρίαρχου σύνθετου (δικαστικού και ψυχιατρικού) παραδοσιακού «παραδείγματος».

 

   Παραθέτω, εδώ, από την ίδια απόφαση, 2741/2008 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων: «Οι ανήλικες δείχνουν αποξενωμένες από τον πατέρα τους, όπως όταν αρνήθηκαν να επικοινωνήσουν μαζί του στις 20.7.2007. Τούτο δεν προέκυψε ότι οφείλεται ευθέως σε ενέργειες της μητέρας τους, σίγουρα όμως αυτή με την όλη στάση της δεν συνδράμει στο να αγαπούν τα παιδιά τον πατέρα τους, ενώ και όταν, το καλοκαίρι 2007, άλλαξε κατοικία δεν μερίμνησε εγκαίρως να ενημερώσει για τούτο τον πατέρα. … Πιθανολογήθηκε ακόμη ότι, τα παιδιά δεν παρουσιάζουν ψυχικές διαταραχές από την έχθρα των γονέων τους, τούτο δε κυρίως συνάγεται από την πολύ καλή, όπως προλέχθηκε, πορεία στη μόρφωσή τους. Κατόπιν αυτών, κρίνεται ότι δεν απαιτείται να διαταχθεί συντηρητική απόδειξη, για την ψυχική κατάστασή τους, πέραν του ότι κρίνεται από το όλο αποδεικτικό υλικό ότι δεν υφίσταται κίνδυνος ταχείας μεταβολής της ψυχικής κατάστασής τους, ώστε να είναι αναγκαίο να διαταχθεί αυτό το ασφαλιστικό μέτρο».

 

  Στο εδάφιο αυτό, ο δικαστής αντιμετωπίζει αίτηση για διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, με κύριο ισχυρισμό ότι τα παιδιά, ζώντας στο οικογενειακό περιβάλλον της μητέρας, έχουν εμφανίσει σύνδρομο αποξένωσης το οποίο επιδεινώνεται διαρκώς. Ο δικαστής ξεκινάει διαπιστώνοντας την αποξένωση των παιδιών από τον πατέρα τους. Διαπιστώνει ότι αυτό αναπτύσσεται στο περιβάλλον της μητέρας, και ότι συνδυάζεται με ενέργειες της μητέρας, όπως το ότι απέκρυψε από τον πατέρα πού ήταν τα παιδιά το καλοκαίρι, άλλαξε κατοικία και την απέκρυψε από τον πατέρα κ.τ.λ. Όμως, αυτά δεν κρίνονται ούτε ως ψυχολογικά προβλήματα (αφού, δυνάμει των αμφισβητήσεων του μοντέλου Γκάρντνερ, δεν έχουν κατοχυρωθεί στο πάνθεον των αναγνωρισμένων ψυχιατρικώς συνδρόμων), με αποτέλεσμα η δικαιοσύνη να αντιμετωπίσει μια περίπτωση οξύτατης αποξένωσης ως κατάσταση που δεν χρειάζεται δικαστική ρύθμιση.

     7) Η γονική αποξένωση, ιδίως με την προβολή της θεωρίας του PAS, είναι, ως έννοια, ως «ονομασία», ως κατανόηση, σήμερα, μια συλλογική κατάσταση σε δυναμική μορφή, ήτοι εν εξελίξει. Είναι αμφίβολο αν θα είχαν βρεθεί επιστήμονες να το αναγνωρίσουν, να το ονομάσουν, και να του δώσουν ύπαρξη, εάν δεν είχε δημιουργηθεί η συλλογική κατανόηση των σχετικών ζητημάτων, από επιμέρους οργανώσεις και κινήματα πατέρων – των συνήθων θυμάτων της αποξένωσης – οι οποίες την προβάλλουν.

 

     8) Η «αναγνώριση» της γονικής αποξένωσης, ως έννοιας κοινωνικής, η οποία πρέπει να ερμηνευτεί ψυχολογικά και να αντιμετωπιστεί νομικά και στην πράξη αποτελεί, σήμερα, μια ισχυρή και δυναμική «υποκουλτούρα», η οποία (κατά το μοντέλο του Κουν) δημιουργεί μια «επαναστατική δυναμική» και τείνει να εγγραφεί ως «κουλτούρα», δηλαδή τείνει στην αναγνώρισή της, ως έννοιας του αυριανού δεσπόζοντος Παραδείγματος. Στη φάση εκείνη, αυτοί που σήμερα δεν την αναγνωρίζουν, θα μεταπέσουν σε μειοψηφία και υποκουλτούρα, η οποία και, σιγά – σιγά, θα εξαφανιστεί. Στην παρούσα συγκυρία, μια πραγματικότητα με έντονα δυναμικά χαρακτηριστικά θα επιβάλει, εν τέλει, την αναγνώριση και – μαζί – την αντιμετώπιση της αποξένωσης, σ’ έναν βαθμό, τουλάχιστον, ανεξάρτητα με ποιο θεωρητικό μοντέλο θα προσεγγιστεί αυτή τελικά.

   

     9) Η «αναγνώριση» της αποξένωσης ξεκίνησε, ως έννοια, από την ψυχολογία και την ψυχιατρική. Η κοινωνιολογία και η νομική πρέπει να το ενσωματώσουν στα δικά τους νοητικά – και κατά πρώτον: αντιληπτικά – μοντέλα.

     10) Κύριος και δεσπόζων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ο ρόλος της δικαστηριακής αντιμετώπισης του φαινομένου. Όμως, η κύρια ευθύνη ανήκει στο νομοθέτη, ο οποίος πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζει το υφιστάμενο σύστημα με την αυτάρεσκη αυταπάτη ότι έχει φτιάξει ένα τέλειο σύστημα, ή να προσπαθεί να καλύψει τα κενά που προκύπτουν με πρόχειρες και ανέξοδες επιδιορθώσεις.

ΙΑ. Τι δέον γενέσθαι;

 

    Για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της γονικής αποξένωσης, θα πρέπει να αρθούν οι αιτίες της.

 

   Πρώτη και κύρια αιτία, είναι η ανισότητα με την οποία αντιμετωπίζει η έννομη τάξη (νοούμενη ως δικαστηριακή εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας) τον πατέρα απέναντι στη μητέρα, ως φορέα γονικής εξουσίας. Αυτό σημαίνει ότι, στην πράξη, ο πατέρας θα εισέρχεται στη διεκδίκηση της «επιμέλειας του προσώπου» του παιδιού με ίσες πιθανότητες να την κερδίσει με την μητέρα. Ακόμα πιο πρακτικά, αυτό θα σημαίνει ότι, οι μισές περίπου αποφάσεις που θα εκδίδονται σχετικά, στατιστικά, όταν και οι δυο γονείς θα διεκδικούν την επιμέλεια, θα αποδίδουν την επιμέλεια στον πατέρα, και οι άλλες μισές στη μητέρα. Γιατί χωρίς αυτή την «πρακτική επιβεβαίωση» μιας «πραγματικής ισότητας», η «ισότητα» των γονέων απέναντι στην επιμέλεια του παιδιού τους, όχι μόνο κατά τη δίκη της επιμέλειας ή μετά από αυτήν, αλλά και πριν από αυτήν, θα παραμένει κενό γράμμα του νόμου. Όπως είναι.

 

   Οι συνέπειες μιας τέτοιας εξίσωσης των δικαιωμάτων θα φανούν, αυτόματα και αντανακλαστικά, στην πρόθεση της μητέρας να διαπραγματευτεί. Γιατί, κάθε διαπραγμάτευση γίνεται εν όψει της «καλύτερης εναλλακτικής λύσης έναντι μιας προσφερόμενης συμφωνίας», της γνωστής με τα αγγλόφωνα αρχικά της B.A.T.N.A. (Best Alternative to a Negotiated Agreement) [17] . Όταν για το ένα μέρος η Κ.Ε.Λ. είναι «εάν δεν επιτύχω συμφωνία με το παιδί, τα παίρνω όλα», το μέρος αυτό δεν έχει κανένα λόγο να διαπραγματευτεί, και αυτό συμβαίνει με ένα δικαστηριακό σύστημα που λειτουργεί πάνω στην αρχή «όλα για τη μητέρα». Η μητέρα, δεν έχει κανένα λόγο να διαπραγματευτεί για το παιδί «της» με έναν πατέρα, με τον οποίο έχει αποφασίσει ότι δεν θέλει να μοιραστεί τη ζωή της – συνεπώς και την ανατροφή του παιδιού της. Προτιμά χίλιες φορές μια απόφαση που να της τα δίνει «όλα». Το άλλο μέρος, δηλαδή η πατρική πλευρά, έχοντας απέναντί του μια μητέρα που δεν διαπραγματεύεται, ακόμα και αν ήθελε να διαπραγματευτεί, δεν του δίνεται πραγματική προοπτική.

     Η παραπάνω αναγκαία μεταρρύθμιση, εάν πραγματοποιηθεί, δεν θα είναι αρκετή. Για την υλοποίησή της, θα πρέπει:

   

    – Να ανατραπεί εκ βάθρων το ανταγωνιστικό σύστημα αντιμετώπισης και εκδίκασης των σχετικών υποθέσεων, ευνοώντας, και σ’ ένα βαθμό επιβάλλοντας, «συμμαχική αντιμετώπιση» στους γονιούς. Χρειάζεται ριζική ανάπλαση των θεσμών της οικογενειακής δίκης.

   – Να διαμορφωθεί και να κατοχυρωθεί νομοθετικά ένα πλουσιότερο σύστημα μοντέλων κατανομής της γονικής εξουσίας μετά το χωρισμό των γονιών, και όχι το σύστημα «όλα ή τίποτα», όπως αντιπροσωπεύεται από το σύστημα «επιμέλεια/επικοινωνία».

    – Να διασφαλιστεί η δυνατότητα άμεσης και αποτελεσματικής παρέμβασης της Πολιτείας στο κλειστό περιβάλλον του αποξενώνοντα γονιού με το παιδί, της αποξενώσεως θεωρουμένης ως υποθέσεως δημοσίου, και όχι αποκλειστικού ενδιαφέροντος.

    Η ψυχολογία – εν ανάγκη και η ψυχιατρική – συνεπώς, πέρα από την αναγνώριση, διάγνωση και αξιολόγηση των επιπτώσεων της γονικής αποξένωσης, θα πρέπει να επεξεργαστεί προτάσεις με τις οποίες θα «σπάσει» το «κλειστό» διαπραγματευτικό πλαίσιο στο τρίγωνο των δυο γονιών με το παιδί, στο οποίο δημιουργείται και αναπτύσσεται η γονική αποξένωση.

   Εάν ο αποξενώνων γονιός και το παιδί αντιληφθούν ότι δεν είναι μόνοι τους, ότι «τους βλέπουν» σ’ αυτό που κάνουν, ότι αυτό που κάνουν έχει έννοια, όνομα και υπόσταση, κι ότι επηρεάζει άμεσα τη διαμόρφωση του συστήματος εξουσίας στο «τρίγωνο» γονέων τέκνου, τότε το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση της γονικής αποξένωσης θα έχει γίνει.

   Συνεπώς, απαιτείται ένας εκκοινωνισμός των οικογενειακών σχέσεων, αφού το σημερινό δικαστηριακό σύστημα αντιμετώπισής τους σαφώς τις σπρώχνει στην πιο ειδεχθή μορφή «ιδιωτικοποίησης», της οποίας εγγενές και «αναγκαίο» χαρακτηριστικό, με τη σημερινή δομή της οικογενειακής δίκης, είναι η δημιουργία της γονικής αποξένωσης.

 


 

[ 1 ]. Το κείμενό μου αυτό προέρχεται από ριζική αναδιαμόρφωση, προηγούμενης εργασίας μου, η οποία είχε δημοσιευτεί σε διάφορες ιστοσελίδες (μεταξύ άλλων, βλ.//internationalienation.blogspot.com/2008/04/blog-post_15.html , επίσκεψη 2.2.2010).

[ 2 ]. //en.wikipedia.org/wiki/Talk:Parental_alienation_syndrome , επίσκεψη 2.2.2010.

[ 3 ]. //en.wikipedia.org/wiki/Attachment_theory , επίσκεψη: 2.2.2010.

[ 4 ]. Thomas Samuel Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions, 1st. ed., Chicago: Univ. of Chicago Pr., 1962, p. 168, 2nd. ed., Chicago: Univ. of Chicago Pr., 1970, p. 206, Ελλ. Έκδοση: Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, εκδ. Σύγχρονα Θέματα, 1970, βλ. επίσης: //en.wikipedia.org/wiki/Thomas_Kuhn,//en.wikipedia.org/wiki/Paradigm_shift .

[ 5 ]. Παραθέτω δύο αδημοσίευτες: Μονομελές Πρωτοδικείο Κατερίνης 210/2009 (διαδικασία άρθρων 681Β’ επ. ΚΠολΔ), Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας 1262/2009 (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων).

[ 6 ]. Κωστής Δεμερτζής, Η ουσιαστική και δικονομική αναγκαία μεταρρύθμιση της επιμέλειας των παιδιών χωρισμένων γονέων», εισήγηση στο Κέντρο Δικανικών Μελετών που παρουσιάστηκε στις 15.11.2007. Το μεσαίο μέρος δημοσιεύτηκε, Δ 39 (2008), 140 – 164. Άλλα μέρη της εργασίας μου αυτής (σε διαφορετική επεξεργασία) έχουν δημοσιευτεί σε ιστοσελίδες, και ενδεικτικά: //www.pa-sy-a.gr/epiloges/anafora/nomikes_parousiaseis/n_par_00001/n_par_00001.htm , επίσκεψη 2.2.2010. Ορισμένες από τις εκδοχές της εργασίας μου αυτής που κυκλοφόρησαν σε ιστοσελίδες, περικόπηκαν και συμπληρώθηκαν χωρίς την έγκρισή μου.

[ 7 ]. Όσον αφορά τη διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 2 εδ. 2 ΑΚ , κατά το οποίο: «η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας», εάν εφαρμοζόταν τα δικαστήρια θα κατένειμαν την επιμέλεια του προσώπου του παιδιού (στις περιπτώσεις που και οι δύο γονείς την διεκδικούν) σε παρεμφερή ποσοστά στους δύο γονείς. Η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, στην πράξη, είναι ότι ο δικαστής έχει τυποποιήσει ένα σκεπτικό κατά το οποίο δίνει το παιδί στη μητέρα, με την επίκληση της κατ’ εξοχήν αόριστης και «χειραγωγήσιμης» έννοιας του «συμφέροντος του τέκνου», η οποία «αιτιολογείται» κάθε φορά, έτσι ώστε να δικαιολογεί την απόδοση του παιδιού στη μητέρα. Η «ισότητα» των γονέων όσον αφορά τα γονικά τους δικαιώματα, κατ’ άρθρο 1511 ΑΚ , θυμίζει από πολλές απόψεις το παράδειγμα του Γιάννη Σκαρίμπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία ο τελευταίος παρομοίαζε με την «φοράδα του Ρολάνδου». Η τελευταία είχε όλα τα προτερήματα του κόσμου και ένα μόνο ελάττωμα: ήταν ψόφια.

[ 8 ]. Άρθρο 681 περ. 2. εδ. 2 ΚΠολΔ : «Το μονομελές ή πολυμελές δικαστήριο είναι εξάλλου υποχρεωμένο, κατά την “συζήτηση” στο ακροατήριο της αγωγής και πριν από κάθε συζήτηση να προσπαθήσει, με την ποινή του απαράδεκτου, να επιλύσει συμβιβαστικά τη διαφορά, ύστερα από ακρόαση των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους. Ο συμβιβασμός πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου, αλλιώς δεν δεσμεύει το δικαστήριο». Με τη ρύθμιση αυτή, ο νομοθέτης του Ν 2521/1997  (Α’ 174) επιχείρησε να συμμορφωθεί με τις επιταγές του άρθρου 13 της από 25.1.1996 Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την άσκηση των δικαιωμάτων των παιδιών, η οποία είχε, τότε, πρόσφατα κυρωθεί με το Ν 2502/1997  (ΦΕΚ Α’ 103), και με την οποία ορίζεται η υποχρέωση των Κρατών να «ενθαρρύνουν» διαδικασίες για τη διαμεσολάβηση και τη συμβιβαστική επίλυση των διαφορών μεταξύ των μερών.

[ 9 ]. Η έλλειψη ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης και «υλοποίησης» της δικαστικής απόπειρας συμβιβασμού έχει καταλήξει σε πλήρη αποτυχία της «απόπειρας» στην πράξη. Παραθέτω το παράδειγμα των αποφάσεων 1637/2008 και 1265/2009 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία άρθρων 681Β’ επ. ΚΠολΔ), μιας περίπτωσης που ο δικαστής, μετά την «πετυχημένη» απόπειρα συμβιβασμού από έδρας και στο ακροατήριο, ξέχασε τους όρους της συμφωνίας που είχε επιτύχει και τους μετέφερε λάθος στην απόφασή του, πράγμα που κόστισε στους διαδίκους έναν χρόνο αγριότατη αντιδικία για τη διόρθωση της εσφαλμένης απόφασης.

[ 10 ]. Ακραίο παράδειγμα η υπόθεση που απασχόλησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην απόφαση Hokkanen κατά της Φινλανδίας της 23.9.1994. Ο προσφεύγων ήταν ένας πατέρας ο οποίος χήρεψε όταν πέθανε η μητέρα της κορούλας του, όταν η τελευταία ήταν ηλικίας ενάμιση έτους. Σαν πρώτη αντίδραση, παρέδωσε την κόρη του στους εκ μητρός παππού και γιαγιά για να την μεγαλώσουν. Οι τελευταίοι, ανέλαβαν το κορίτσι, αλλά το απόκοψαν από τον πατέρα (αν και ο τελευταίος είχε, και εξακολουθούσε να έχει την επιμέλεια του προσώπου της κόρης του), αγνόησαν όλες τις αποφάσεις των Φινλανδικών δικαστηρίων για επικοινωνία του πατέρα με το παιδί του, και παρέλκυσαν όλες τις σχετικές διαδικασίες, αποξενώντας ταυτόχρονα την κόρη από τον πατέρα, μέχρι που το κορίτσι έγινε 10 χρονών και δήλωσε σε ψυχίατρο ότι δεν ήθελε τον πατέρα του, ο δε ψυχίατρος γνωμάτευσε ότι η κόρη είχε ωριμότητα 12χρονης, ώστε να εκφράζει κατά τον Φινλανδικό νόμο ελεύθερα τη βούλησή της.

[ 11 ]. Στη «φύση» των κανόνων του Οικογενειακού Δικαίου αναφέρεται και ότι «η ευτυχής οικογένεια αγνοεί το δίκαιο», που σημαίνει ότι, τυχόν συμφωνία των συζύγων αντίθετα προς το νόμο, (λ.χ. να ζουν χωριστά, να συνεισφέρει μόνον ο ένας στα οικογενειακά βάρη) δεν είναι παράνομη [Κουμάντος Γ., Εισαγωγή στο Οικογενειακό Δίκαιο (σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, Αστικός Κώδικας – τόμος VII, Οικογενειακό Δίκαιο, άρθρα 1346 – 1504, εκδ. Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 1 επ.].

[ 12 ]. Προσαρμόζω, εδώ, στα οικογενειακά ζητήματα, μια κλασική θεωρία των διαπραγματευτικών στρατηγικών και των διαπραγματευτικών στυλ. Στηρίζομαι κατά κύριο λόγο στις παραδόσεις του Δημοσθένη Παπακωνσταντίνου στη Νομική Βιβλιοθήκη (έτους 2008), στις σημειώσεις τους και στη βιβλιογραφία που αναφέρεται στις ίδιες αυτές σημειώσεις.

[ 13 ]. Τα παραδείγματα που ακολουθούν είναι πραγματικά. Παρατίθενται κατά τρόπο που να μην αναγνωρίζονται τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, οι οποίοι, πάντως, αντιπροσωπεύουν ευρύτερα διαδεδομένους «τύπους» γονεϊκών στρατηγικών στη σημερινή κοινωνία.

[ 14 ]. Προφορική ανακοίνωση του Ψυχολόγου κ. Λάμπρου Κερεντζή στο πλαίσιο της παρουσίασης της προαναφερόμενης εισήγησής μου στο Κέντρο Δικανικών Μελετών, στις 15.11.2007.

[ 15 ]. Διευκρινίζω ότι η απόφαση αυτή προέρχεται από δικαστή που εκτιμώ για τη σοβαρότητα και το επίπεδο των αποφάσεών του. Για το λόγο αυτό, οι πρόδηλες αδυναμίες της απόφασης, δεν είναι προβλήματα του δικαστή, ή της απόφασης καθ’ εαυτής. Είναι του δικαστηριακού συστήματος, και σαν τέτοιες θα πρέπει να μας προβληματίσουν.

[ 16 ]. Αυτό είναι ένα από τα κεντρικά σημεία της θεωρίας του PAS, όπως την ανέπτυξε ο Γκάρντνερ. Θα μπορούσε να εξηγηθεί με οποιαδήποτε παραδεκτή ψυχολογική θεωρία: το παιδί, το οποίο διαπραγματεύεται με τον ένα γονιό την αγάπη του για τον άλλο, και την «διαθέτει» κατά τη διαπραγμάτευση, αναπτύσσει αμυντικούς μηχανισμούς απέναντι στον γονιό που έχει αδικήσει, αναλαμβάνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, «πρωτοβουλίες». Η ανάπτυξη αμυντικών μηχανισμών από το παιδί που αποξενώνεται λειτουργεί ως «αλυσσιδωτή» αντίδραση, σαν την έκρηξη ατομικής βόμβας.

[ 17 ]. Ο όρος B.A.T.N.A. προτάθηκε από τους Roger Fisher και William Ury το 1981 (Getting to Yes, ελλ. μετάφραση: «Πετυχαίνω τη συμφωνία», εκδ. Καστανιώτη 2002), και έχει αποδοθεί ελληνικά με τους όρους «Καλύτερη Εναλλακτική Λύση» (Κ.Ε.Λ.), «Καλύτερη Εναλλακτική Λύση Έναντι Προσφερομένης Συμφωνίας» (Κ.Ε.Λ.Ε.Π.ΣΥ.) (Παπακωνσταντίνου, ό.π.).

Απόψεις Επισκεπτών ( 2 )

  1. Μιχαήλ

    Συγχαρητήρια για το εξαιρετικό αυτό άρθρο. Όλοι μαζί θα καταφέρουμε να τα αλλάξουμε όλα.

    Reply
  2. Katerina

    Γεια σας
    Ο γιος μου, 13 χρονον, επαθε πλυση εγκεφαλου απο τον πατερα του,
    και επισης, η οι συγγενεις του πατερα. Το αποξενωσε για σχδεδον 5 χρονια
    μετα που το αρπαξε με βιαιο τροπο. Εγινε το παιδι μου σαν ξενο.
    Κανεις, δεν καταλαβαινει γιατι μου κανει κοντρα.
    Οπως συμβουλευουν οι ερευνες, ψαχνω μεσολαβησις για να το μιλησω..
    Τι να κανω ??
    Ευχαριστω

    Reply

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *